Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Η αμετρία των «Ολυμπιακών Αγώνων του μέτρου»

 Tου Παντελη Mπουκαλα , kathimerini.gr
                   
Κάποια στιγμή, στο μεσοδιάστημα από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση στη δεύτερη, είχε ανακοινωθεί ότι εντοπίστηκε στα οικονομικά μας μια μαύρη τρύπα 666 εκατομμυρίων ευρώ, που απειλούσε τον προϋπολογισμό. Ο σατανικός αριθμός, σημείο αποτρόπαιο, αφορούσε την υστέρηση εσόδων στο πρώτο πεντάμηνο του έτσι κι αλλιώς κατηραμένου 2012. Αλλοι γέλασαν τότε ακούγοντας ότι μας έβαλε στο μάτι ο Αριθμός του Θηρίου, το 666, αν και το γέλιο τους ήταν κατά βάθος εξορκιστικό. Κι άλλοι τρόμαξαν, ιδιαίτερα όσοι έχουν πάρει πολύ στα σοβαρά τον θρύλο ότι το 2012, όπως προέβλεψαν οι Αζτέκοι, οι Μάγιας, οι Κινέζοι και το 090-, είναι το έτος της παγκόσμιας καταστροφής, μπορεί και της συμπαντικής, και παρακολουθούν με προσοχή τις προφητικές ανακοινώσεις που γίνονται καθημερινά από τα πρωτοσέλιδα ειδικευμένων εφημερίδων. Σου λέει, δεν μας φτάνουν όλα τα υπόλοιπα, δεν μας φτάνουν οι Αγορές, οι Πιστωτές, η Τρόικα, έχουμε και το Θηρίο να μας δείχνει τα αιμοσταγή δόντια του. Ε, φως φανάρι, σκέφτηκαν, ακόμα και ο Αρμαγεδδών από την Ελλάδα θα ξεκινήσει, πού αλλού· κάπου ανάμεσα στον Ολυμπο του δωδεκάθεου και στους Δελφούς του Απόλλωνα θα γίνει η τελική μάχη.
Αλλος όμως είναι τελικά ο αριθμός του Θηρίου. Δεν είναι τα 666 εκατομμύρια που έλειπαν, αλλά τα 11,5 δισ. που λείπουν και τα οποία αναζητεί η κυβέρνηση, κόβοντας από δω και πετσοκόβοντας από κει, αποκρατικοποιώντας, ιδιωτικοποιώντας, μειώνοντας και πάλι μειώνοντας, με το ωραίο στρατήγημα των «ισοδύναμων μέτρων», εξίσου εύηχο με τη «διαρκή επαναδιαπραγμάτευση» του κ. Βενιζέλου. Εντεκάμισι δισεκατομμύρια λοιπόν. Χμ. Κάτι θέλει να πει αυτός ο αριθμός, κάτι θυμίζει, μέρες κιόλας που είναι, ολυμπιακές. Μα ναι: Σε εντεκάμισι δισεκατομμύρια (11,27 για την ακρίβεια, για να μην ειπωθεί ότι παραχαράσσουμε τα στοιχεία για να τα φέρουμε στα μέτρα μας) είχε υπολογίσει η Standard and Poors (πάλι αυτή...), το 2005, το επίσημο κόστος των δικών μας Ολυμπιακών αγώνων του 2004. Τι ακριβώς εννοείται με τον όρο «επίσημο κόστος» εύκολα το συμπεραίνουμε, δεδομένου ότι ξέρουμε πάρα πολύ καλά, εκ πείρας πικροτάτης, τι είναι το «ανεπίσημο», διά του οποίου η εκάστοτε κυβέρνηση διαπλέκει και διαπλέκεται. Για να γίνουν πάντως σαφέστερα (και πιο οδυνηρά) τα πράγματα, ας σημειωθεί ότι αυτό το επίσημο κόστος ισοδυναμούσε με το 6% του ΑΕΠ της Ελλάδας, τη στιγμή που οι Ολυμπιακοί του Σίδνεϊ κόστισαν το 1,5% του αυστραλιανού ΑΕΠ, της δε Βαρκελώνης το 1,6% του αντίστοιχου ισπανικού. Την τετραετία 2001 - 2004 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανέβηκε από τα 145 δισ. ευρώ στα 201 δισ. ευρώ» (αντιγράφω τους επαχθείς και απεχθείς αριθμούς από σχετικό κείμενο του Τζούλιου Συναδινού, στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής, 22 Ιουλίου).
Μα κόστισαν τόσο πολύ οι θρυλικοί «Ολυμπιακοί του μέτρου», θα απορήσουν όσοι είχαν δώσει τότε, αδικαιολόγητα, ιδιαίτερη σημασία στις βενιζέλειες ωραιοποιητικές εξαγγελίες. Οχι βέβαια. Δεν κόστισαν εντεκάμισι δισ. Κατά την επίσημη ελληνική πολιτεία, σύμφωνα δηλαδή με έρευνα του υπουργείου μας των Οικονομικών το 2005, κόστισαν, κρατηθείτε, δεκατριάμισι δισεκατομμύρια, με υπέρβαση των αρχικώς προϋπολογισθέντων ακόμα και κατά 600%. Ναι αλλά, θα επιμείνει ο αγαθός φίλαθλος μέσα μας, ζήσαμε ένα μήνα δόξας και τιμής, με τα μάτια όλου του κόσμου στραμμένα πάνω μας, με τα λεωφορεία να φτάνουν στην ορισμένη ώρα στον προορισμό τους, ταχύτατα, με δάφνες και πρασινάδες να φυτεύονται άτσαλα και ερήμην εποχής σε δρόμους και παράδρομους, για να δείξουμε το οικολογικό μας προφίλ, με τεράστια ζωγραφισμένα πανό να καλύπτουν την πρόσοψη παρατημένων κτιρίων που δεν ταίριαζαν με τη φωτεινή και χαρμόσυνη εικόνα της ολυμπιακής Αθήνας.
Ναι. Ζήσαμε δόξες και τιμές. Και οι τιμές, ως γνωστόν, τιμή δεν έχουν (άμα είσαι και χουβαρντάς όπως η χάρη μας). Εξ ου και τα δεκατριάμισι δισ. του «επίσημου κόστους». Ζήσαμε το ψέμα, το κατασκεύασμα, το φάντασμα μιας Αθήνας (καθαρής, χωρίς κυκλοφοριακό και νέφος κ.λπ.) που δεν είχε υπάρξει ποτέ μέχρι τότε και η οποία, φυσικά, δεν ξαναϋπήρξε. Ζήσαμε το δράμα των δύο κορυφαίων αθλητών που έπεσαν από μηχανάκι και δεν αγωνίστηκαν (τους Αμερικάνους, σεσημασμένους συνωμότες, γιουχάισε τότε το πλήθος, επιδεικνύοντας υψηλό αθλητικό φρόνημα). Και χαρήκαμε και κάποια μετάλλια. Οχι για πολύ όμως. Διότι οι βόμβες του ντοπαρίσματος έπεφταν η μια μετά την άλλη τα επόμενα χρόνια των αποκαλύψεων.
Μηδενιστή, επιμένει ο αντίλογος, τίποτα όμορφο δεν έγινε και τίποτε άξιο λόγου δεν έμεινε; Εγιναν και όμορφα πράγματα, μέσα κι έξω από τα γήπεδα και τα στάδια. Και έμειναν το αεροδρόμιο, το μετρό και η γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου, α, και τα εκατομμύρια των τουριστών που θα έρχονταν μαγνητισμένοι από την ολυμπιακή μας αίγλη και τώρα τους ψάχνουμε αγωνιωδώς. Αλίμονο ωστόσο για μια πολιτεία που χρειάζεται τέτοια πιεστικά εξωτερικά κίνητρα και ημιεκβιαστικά «συμβόλαια» με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή για να προχωρήσει σε έργα που θα διευκολύνουν τη ζωή των ανθρώπων της. Ναι, αλλά έμειναν και τα καινούργια στάδια, και τα «ολυμπιακά γήπεδα» (για να ’χουν οι χουλιγκάνοι των ιδιωτικών στρατών φρέσκο πράμα να καταστρέφουν), και τα κτίρια του ραδιοτηλεοπτικού κέντρου, και η «εσπλανάδα» στο Φάληρο, και «το μεγαλύτερο μητροπολιτικό πάρκο της Ευρώπης», στο Ελληνικό...
Οχι. Δεν «είν’ όλα μαύρα», κι ας επιμένει ο Στέλιος Καζαντζίδης. Κι ας τα βρήκαν όλα μαύρα κι άραχλα οι απεσταλμένοι του ΒΒC και των New York Times, που ήρθαν έως εδώ αναζητώντας την «ολυμπιακή κληρονομιά μας» και απογοητεύτηκαν Πήγαν, λ.χ., στον Αγιο Κοσμά, και βρήκαν τους αθλητές μας να προπονούνται δίχως κλιματισμό, μέρες καύσωνα και με τον εξοπλισμό σκουριασμένο. Πήγαν και στο Φάληρο και είδαν τα φαραωνικά κτίρια παραδομένα στη φθορά. Να τους κατηγορήσουμε τώρα σαν ανθέλληνες που ανέλαβαν εργολαβικά να αμαυρώσουν την εικόνα της χώρας μας ή να τους πούμε το παροιμιώδες «έλα παππού μου να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου»; Μάλλον το δεύτερο. Να τους πούμε δηλαδή ότι πια ξέρουμε πως οι Ολυμπιακοί δεν είχαν μέτρο. Μπορεί να μη βύθισαν μόνο αυτοί την Ελλάδα στην τωρινή της κρίση, επιτάχυναν όμως, και πολύ μάλιστα, την κατά κρημνών πορεία. Γιατί τότε, το 2004, υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που έβαλαν τον καλύτερο εαυτό τους, ακριβώς επειδή δεν είχαν κανένα υλικό κέρδος. Και άλλοι, οι δεδομένοι, οι μεγαλόσχημοι, οι κερδοθήρες, που έβαλαν τον χειρότερο. Αυτούς πληρώσαμε και πληρώνουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...