Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση ήταν μια υποχρεωτική κίνηση; Του Σάκη Παπαθανασίου

badiera.gr
00000000000000e12713
Η ανάδειξη των αιτιών της εκλογικής ήττας είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψή μας. Στο άρθρο «Φταίει πού μπήκαμε ή πού βγήκαμε από την κυβέρνηση;» υποστήριξα ότι αυτό που επέδρασε αρνητικά στο εκλογικό αποτέλεσμα ήταν η ανεπιτυχής κυβερνητική μας παρουσία και όχι αυτές καθαυτές η είσοδος και η έξοδος από την κυβέρνηση. Στη συνέχεια με το άρθρο «Πετύχαμε στην κυβερνητική μας παρουσία;» αναφέρθηκα στις πολιτικές αιτίες και με το άρθρο«Η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση: Συμμετοχή χωρίς βασικές οργανωτικές προϋποθέσεις» στις οργανωτικές αιτίες που – κατά τη γνώμη μου – προκάλεσαν την ανεπιτυχή παρουσία.
Πιστεύω ότι αυτή η παρουσία είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθουμε στην κατάσταση όπου και οι δύο επιλογές, αυτή της παραμονής και αυτή της αποχώρησης, εμπεριείχαν πολλούς κινδύνους, διλήμματα και διερωτήσεις για το αν η ταυτότητα μας είναι συμβατή με τις πολιτικές μας επιλογές. Η λύση της αποχώρησης από την κυβέρνηση εμπεριείχε τον κίνδυνο απώλειας της κυβερνησιμότητας, όμως βεβαιότατα η απώλεια αυτής θα είχε επί της ουσίας συντελεστεί με την παράταση της ασθενικής και αναποτελεσματικής συμμετοχής μας στην κυβέρνηση.
Υπήρχαν λόγοι για την αποχώρηση μας;
Η διερώτηση σχετικά με τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση τέθηκε αντικειμενικά λόγω των διαφωνιών μας σε κρίσιμα ζητήματα της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής όπως:
  • Η υιοθέτηση της λογικής «πρώτα υλοποιούμε όλα τα προβλεπόμενα μέτρα και μετά θέτουμε το αίτημα των τροποποιήσεων του προγράμματος προσαρμογής», ήταν σε ευθεία αντίθεση με τη αντίληψή μας ότι οι συμβατικές δεσμεύσεις της χώρας ΔΕΝ αποκλείουν την τροποποίηση των επαχθών όρων του μνημονίου.
  • Η συνέχιση πολιτικών που αποδεικνύονταν οικονομικά αναποτελεσματικές και κοινωνικά επαχθείς, με συστηματική μάλιστα απόρριψη των προτάσεων μας και υποβάθμιση των διαδικασιών συναπόφασης.
  • Η υποτίμηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και η μονιμοποίηση της πρακτικής της έκδοσης πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.
  • Η εξουδετέρωση της συμμετοχής μας στην κυβέρνηση με την “απενεργοποίηση” των υπουργών μας μέσω της απόρριψης του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου και της αφαίρεσης στην πράξη της αρμοδιότητας για τη διοικητική μεταρρύθμιση.
  • Η εκδίπλωση της δεξιάς ατζέντας (ορισμός του Τ. Μπαλτάκου σε απόλυτο κριτή των νομοσχεδίων, αντιαριστερή ρητορεία, “θεωρία των δύο άκρων”).
Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω το πρόβλημα ήταν πλέον το έλλειμμα βασικής συναντίληψης και η μετατροπή της τρικομματικής κυβέρνησης σε μονοκομματική. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο αποφασίστηκε χωρίς τη δική μας συμφωνία η κατάργηση της ΕΡΤ, πράξη που συμπύκνωσε την αυταρχική πολιτική αντίληψη για την προώθηση της διοικητικής μεταρρύθμισης χωρίς εφαρμογή του κράτους δικαίου.
Ποιες επιλογές είχαμε ως κόμμα μετά τη μετατροπή της τρικομματικής κυβέρνησης σε μονοκομματική;
Η πρώτη επιλογή ήταν να αποχωρήσουμε από την κυβέρνηση. Είχε τον κίνδυνο να θεωρηθεί πως απεμπολούμε το χαρακτηριστικό της κυβερνησιμότητας. Ταυτόχρονα όμως μας έδινε τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να αντιστρέψουμε τη διάχυτη εντύπωση πωςείχαμε πολιτικά εξουδετερωθεί και να επανατοποθετηθούμε στο πολιτικό σκηνικό.
Η επιλογή της αποχώρησης μας είχε ως στόχους :
  • Να επαναπροσδιορίσουμε τους όρους συμμετοχής μας σε κυβερνήσεις, θέτοντας ως προϋποθέσεις την εφαρμογή των προγραμματικών συμφωνιών και την επιδίωξη του κοινού πολιτικού τόπου.
  • Να διατηρήσουμε την πολιτική μας ταυτότητα ως Δημοκρατική Αριστερά και να δημιουργήσουμε δυνατότητες επανεκκίνησης με προοδευτικό μεταρρυθμιστικό στίγμα.
  • Να διεκδικήσουμε ένα διαφορετικό τρόπο εξόδου από την κρίση επαναφέροντας το κρίσιμο ζήτημα του περιεχομένου των μεταρρυθμίσεων και πιέζοντας για την ανακοπή της εφαρμογής άδικων μέτρων
Η δεύτερη επιλογή ήταν να παραμείνουμε στην κυβέρνηση. Αυτή η επιλογή θα ισοδυναμούσε με υποχώρηση, θα οδηγούσε τη ΔΗΜΑΡ σε μια άνευ όρων στήριξη των εφαρμοζόμενων πολιτικών και θα την ενσωμάτωνε σ’ ένα μπλοκ δυνάμεων που ταυτίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με τις συντηρητικές πολιτικές.
Μήπως όμως η παραμονή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση ήταν δυνατόν να συμβαδίσει με την ενδυνάμωση του ρόλου της και την αλλαγή των ασκούμενων πολιτικών; Θεωρώ πως αυτή η εκδοχή δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, γιατί σταδιακά η Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ είχαν πεισθεί ότι η ΔΗΜΑΡ αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, όπως αυτοί τις αντιλαμβάνονταν, γιατί η Ν.Δ έδινε προτεραιότητα προς το συντηρητικό ακροατήριο και τέλοςγιατί οι δύο τους είχαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σε κάθε περίπτωση, εάν υποτεθεί πως έπρεπε να επιχειρηθεί αυτός ο νέος ρόλος, γιατί αυτό θα σηματοδοτούσε πως εξαντλούμε όλα τα περιθώρια παραμονής μας στην κυβέρνηση και θα μας έδινε τη δυνατότητα να προβάλλουμε τις απόψεις μας στα επίδικα θέματα, αυτό όφειλε να γίνει αντιπαραθετικά με τις πολιτικές επιλογές και τους χειρισμούς της Ν.Δ.
Αντίθετα η θέση πως η αποχώρηση έγινε σε «σε λάθος χρόνο, με λάθος τρόπο και για λάθος αφορμή» διατυπώθηκε ως κριτική στην πράξη αποχώρησης και δεν εμπεριείχε καμιά αναφορά και μνεία στην ανάγκη αλλαγής του τρόπου συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση. Ουσιαστικά η στάση αυτή αποδέχεται ως ήταν την προϋπάρχουσα συμμετοχή μας και «προστάτευε» την ίδια κυβερνητική παρουσία από μέρους μας παραβλέποντας ή αποσιωπώντας όλα τα προβληματικά χαρακτηριστικά της. Για αυτό εξάλλου και όλη η τεκμηρίωση που συνόδευσε αυτή τη θέση – και εκ των υστέρων – δεν αφορούσε επανακαθορισμό της συμμετοχής αλλά νουθεσία για συμβιβασμό στο όνομα της κυβερνητικής σταθερότητας.
Πραγματοποιήθηκε η αποχώρησή μας από την κυβέρνηση με ευκολία και χωρίς επίγνωση των δυσκολιών που θα αντιμετωπίζαμε;
Κάναμε την επιλογή της αποχώρησης από την κυβέρνηση. Ήταν κατά τη γνώμη μου μια κίνηση «force» στην πολιτική σκακιέρα. Επρόκειτο για μια πράξη μεγάλης πολιτικής πυκνότητας και ταυτόχρονα υψηλού πολιτικού ρίσκου. Είχαμε επίγνωση ότι θα υπήρχαν δυσκολίες για την αποδοχή αυτής της επιλογής από σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων και των δυνητικών ψηφοφόρων μας, διότι βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τις κοινωνικοπολιτικές στάσεις του.
Συγκεκριμένα:
  • Ένα τμήμα των πολιτών που υποστηρίζει τις μεταρρυθμίσεις, δεν ασχολείται με το περιεχόμενό τους και στο όνομα καταπολέμησης των προνομίων των συντεχνιών θέτει σε δεύτερη μοίρα τα θέματα δημοκρατικής λειτουργίας.
  • Ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων μας, που κοινωνικά κατατάσσεται στα μεσαία στρώματα, εκτιμούσε ως επιτυχημένη την προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας που έκανε η τρικομματική κυβέρνηση και κυρίως προσδοκούσε την είσοδο στη διαδικασία ανάκαμψης, θεωρώντας ως καθοριστική παράμετρο για αυτό την κυβερνητική σταθερότητα.
Πέραν των παραπάνω δυσκολιών που είχε η επιλογή μας, η υλοποίησή της πραγματοποιήθηκε με σημαντικές αδυναμίες. Οι κυριότερες ήταν οι εξής:
  • Αιφνιδιάσαμε την κοινή γνώμη αφού δεν αναδείξαμε όλο το προηγούμενο διάστημα την υποβάθμιση του ρόλου μας και τις διαφωνίες μας εντός της κυβέρνησης, ενώ στελέχη μας μιλούσαν έως την τελευταία στιγμή σαν κυβερνητικοί εκπρόσωποι. Αποτέλεσμα αυτών ήταν ότι εμφανιστήκαμε στις παρεμβάσεις μας στα ΜΜΕ με ασυνέχεια θέσεων σε σχέση με την περίοδο που ήμασταν εντός της κυβέρνησης.
  • Επιτρέψαμε να εμφανιστεί ότι προκαλούσαμε κυβερνητική κρίση λόγω της ΕΡΤ και όχι για τη στρέβλωση της διοικητικής μεταρρύθμισηςαλλά και για τα άλλα μεγάλα θέματα που απασχολούσαν εν γένει τον πληθυσμό.
  • Δεν προτείναμε ένα σαφές και δεσμευτικό πλαίσιο μείωσης του προσωπικού στο δημόσιο τομέα και έτσι διευκολύναμε όσους μας κατηγορούσαν για εγκατάλειψη του μεταρρυθμιστικού προτάγματος.
  • Δε συνοδεύσαμε την αποχώρησή μας, με κάποιες πρωτοβουλίες που να συνέβαλλαν στην πολιτική σταθερότητα της χώρας , με αποτέλεσμα να τραυματιστεί η εικόνα μας ως υπεύθυνης δύναμης στους πολίτες που θεωρούσαν ότι η σταθερότητα είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την έξοδο από την κρίση.
Η αποχώρησή μας δεν πραγματοποιήθηκε εν κενώ πολιτικών και οικονομικών διεργασιών. Τα ισχυρά κέντρα οικονομικής ισχύος που ελέγχουν μεγάλο τμήμα της ροής πληροφόρησης και συνειδητά στρεβλώνουν τις δημοκρατικές διαδικασίες μιας ανοικτής κοινωνίας, έδειξαν ότι δεν είναι διατεθειμένα να ανεχθούν ούτε μια μετριοπαθή και λογική φωνή αν αυτή δε συμμορφώνεται με τις υποδείξεις τους. Υπήρχε τεράστια επίθεση -η οποία συνεχίζεται και όποιος κάνει πως δεν την βλέπει απλώς εθελοτυφλεί- με καθοριστικό στοιχείο όχι την πολιτική κριτική αλλά τη χλεύη, τη συκοφάντηση, τη διαστρέβλωση, τη στοχευμένη υπερπροβολή της διαφορετικής άποψης και στην καλύτερη περίπτωση την αποσιώπηση των πολιτικών θέσεων του κόμματος. Δεν προβάλλεται η πολιτική της ΔΗΜΑΡ αλλά προβάλλεται με επιμέλεια και συστηματικότητα η κριτική επ΄αυτής. Η κοινωνία γνωρίζει όχι τι λέει η ΔΗΜΑΡ αλλά τι δεν κάνει σωστά, σύμφωνα με τους επικριτές της. Στόχος και σκοπός είναι η μετάδοση μίας απονευρωμένης, αδύναμης και διαρκώς σφάλλουσας ΔΗΜΑΡ .
Ποια ήταν η εικόνα που εξέπεμπε η ΔΗΜΑΡ μετά την έξοδο;
Η αποχώρησή μας κρίθηκε από τους πολίτες σε συνάρτηση με την αδύναμη κυβερνητική παρουσία μας και προσέδωσε την εικόνα πως αποχωρήσαμε γιατί θέλαμε να αποφύγουμε το βάρος της ευθύνης για τα νέα μέτρα που έρχονταν. Θεωρήθηκε πως φυγομαχήσαμε από τη δύσκολη μάχη για την αποτροπή τους και αφήσαμε τη Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ που διέθεταν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να ψηφίσουν και να υλοποιήσουν τα μέτρα. Εκείνο βεβαίως που διέφευγε της αντίληψής τους ήταν πως η ΔΗΜΑΡ πολύ πριν από την αποχώρησή της δεν αντιμετωπίστηκε ως κυβερνητικός εταίρος του οποίου οι προτάσεις και διαφωνίες εισακούγονταν αλλά ως ένας κυβερνητικός εταίρος που μάλλον «περίσσευε» αφού η κυβερνητική πλειοψηφία υπήρχε και χωρίς αυτόν.
Ωστόσο τα βασικότερα ερωτήματα που ανέκυψαν εξαιτίας της αποχώρησής μας, αφορούσαν στο κατά πόσο είναι ρεαλιστικός ο δρόμος που προβάλλαμε προεκλογικά για τη διεκδίκηση της τροποποίησης του μνημονίου “από τα μέσα” αλλά και στο κατά πόσο είμαστε ως κόμμα ικανό να προωθήσουμε τη τροποποίηση του μνημονίου.
Για όλους τους προαναφερόμενους λόγους δεν καταφέραμε να πείσουμε για την ορθότητα της επιλογής μας ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος και εντός αυτού το 20% των ψηφοφόρων μας του 2012. Ταυτόχρονα η αποχώρηση δεν επέφερε -όπως ήταν φυσικό- την επιστροφή του 30% των ψηφοφόρων μας του 2012 που μας είχαν ήδη εγκαταλείψει πριν την αποχώρηση κρίνοντας ως ανεπιτυχή την κυβερνητική μας παρουσία.
Με τη συμμετοχή, την παρουσία και την αποχώρηση είχαμε τραυματισμένη εικόνα και απώλειες στην πολιτική μας επιρροή και δημοσκοπική καταγραφή περίπου στο 3,3% δηλαδή χαμηλότερα από το 6,3% των εκλογών του Ιουνίου του 2012. Βεβαίως μεγάλο μέρος από αυτό το 6,3% δεν είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Δημοκρατική Αριστερά, αφού οι έρευνες τις επόμενες κιόλας ημέρες μετά τις εκλογές του 2012 έδειχναν ότι μόνο το 2,1% αισθανόταν κοντά στη ΔΗΜΑΡ, στο κόμμα δηλαδή που ψήφισε.
Παρά τις δυσκολίες και τις αδυναμίες, η αποχώρηση μας από την κυβέρνηση δημιούργησε νέα δεδομένα. Αυτά ήταν:
Για την ίδια τη χώρα η συρρίκνωση της κοινοβουλευτικής βάσης της κυβέρνησης δημιούργησε εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να τεθεί στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο με τους ευρωπαίους εταίρους το θέμα της άμβλυνσης ή της αναβολής λήψης σκληρότερων μέτρων. Αυτή η δυνατότητα αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση ανεξάρτητα από το ότι δεν την πιστώθηκε η ΔΗΜΑΡ.
Για τη ΔΗΜΑΡ ήρε την πολιτική εξουδετέρωσής της που είχε συντελεστεί και δημιούργησε τη δυνατότητα επανατοποθέτησης της στο πολιτικό σκηνικό αλλά και της διατύπωσης μιας αυτόνομης, προοδευτικής και μεταρρυθμιστικής πρότασης εξόδου από την κρίση, μιας τρίτης λύσης έναντι της συντηρητικής πολιτικής της Ν.Δ και της λαϊκίστικης πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αποχωρώντας από την κυβέρνηση η ΔΗΜΑΡ βρέθηκε μπροστά στην πρόκληση αλλά και στο καθήκον να δημιουργήσει μια ισχυρή παρουσία σε νέα βάση. Το αν θα τα κατάφερνε εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες μεταξύ αυτών και από τον τρόπο που θα κινούνταν στα νέα πολιτικά δεδομένα.
Υ.Γ Στο επόμενο άρθρο θα αναφερθώ αναλυτικότερα στην κριτική που ασκήθηκε στην αποχώρηση
 -Ο Σάκης Παπαθανασίου είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...