Τρίτη 13 Μαρτίου 2012


Περί μεταρρυθμίσεων και δημοκρατικής αριστεράς
Σωτήρης Βαλντέν, Μεταρρύθμιση, 12/03/2012


Στην ομιλία του στην Εθνική Συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ ο Ευάγγελος Βενιζέλος επιτέθηκε, μεταξύ άλλων, και εναντίον όσων «θέλουν να τα έχουν καλά με όλους», λέγοντας «ναι» στο ευρώ και ταυτόχρονα «όχι» στα μνημόνια. Προφανώς, ένας τουλάχιστον από τους αποδέκτες της κατηγορίας αυτής είναι ο Φώτης Κουβέλης και η δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αριστερά.

Ας αφήσουμε κατά μέρος το πρόβλημα αξιοπιστίας των ηγετών του ΠΑΣΟΚ που καθιστά σουρεαλιστικές τις δηλώσεις και τις εσωτερικές τους διαμάχες: χάνει κανείς το λογαριασμό πότε είπε ποιος τι και το αντίθετό του, με χαρακτηριστική περίπτωση τις αντιμνημονιακές κορώνες του Χρήστου Παπουτσή που ταυτόχρονα εγκωμίασε τον Γιώργο Παπανδρέου και το «έργο» της κυβέρνησής του! Ας αφήσουμε κατά μέρος και την προκλητικότητα αυτών που πρώτοι δίδαξαν τη δημαγωγία στον τόπο και σήμερα ανακάλυψαν τη "γλώσσα της αλήθειας" και μας κουνάνε το δάχτυλο.

Όμως η θέση Βενιζέλου περί του ασύμβατου του ευρωπαϊσμού με την αντίθεση στα μνημόνια διατυπώνεται και στη συζήτηση που διεξάγεται στο χώρο της δημοκρατικής αριστεράς. Τα μνημόνια, μας λένε, είναι η μόνη γνωστή αρθρωμένη μεταρρυθμιστική πρόταση και συνεπώς όποιος τα απορρίπτει ας μας πει τι προτείνει αυτός στο πλαίσιο της Ευρώπης. Αν δεν μας το πει, απλά δημαγωγεί. Ας εξετάσουμε αυτή τη θέση.

Οι συγκεκριμένες προτάσεις και η φιλοσοφία τους

Στις δημοκρατίες, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έχουν πράγματι την εγγενή τάση να αποφεύγουν τα «δύσκολα», προβάλλοντας γενικόλογες και δημαγωγικές θέσεις. Στην Ελλάδα η πρακτική αυτή έχει αναπτυχθεί στο έπακρο από όλο το πολιτικό φάσμα. Στις σημερινές δραματικές συνθήκες επιβάλλεται μια μεγαλύτερη σοβαρότητα. Με την έννοια αυτή η έκκληση προς τη ΔΗΜΑΡ για διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων με βρίσκει σύμφωνο.

Ναι, η σημερινή κατάσταση της οικονομίας επιβάλλει επείγουσες, βαθειές και αναπόφευκτα επώδυνες μεταρρυθμίσεις: για την εξισορρόπηση και εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, την εξυγίανση του δημοσίου τομέα, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και τη δρομολόγηση μιας νέας αναπτυξιακής πορείας. Επ’ αυτού η μεταρρυθμιστική αριστερά δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει. Είναι επίσης γεγονός ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις συναντούν πάντα ισχυρές αντιστάσεις από δυνάμεις της αδράνειας και ότι οι δημοκράτες αριστεροί πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στις δυνάμεις αυτές, ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό μανδύα που φορούν.

Όμως άλλο ανάγκη βαθειών μεταρρυθμίσεων κι άλλο τα μνημόνια της τρόικας. Τα τελευταία αυτά εμπνέονται από πολύ σαφείς ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις που δύσκολα μπορεί να αποδεχτεί οποιοσδήποτε αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός: ραγδαία δημοσιονομική προσαρμογή μέσω της λιτότητας χωρίς όρια. αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω κυρίως της συμπίεσης του εργατικού κόστους (σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που αποκλείεται να συναγωνιστεί επιτυχώς στο πεδίο αυτό τις χώρες χαμηλού κόστους). γενικευμένη συρρίκνωση του κράτους με εξωπραγματικούς ρυθμούς. «τιμωρία προς παραδειγματισμό» της Ελλάδας και των πολιτών της (για να αντιμετωπισθεί το λεγόμενο moral hazard - ο κίνδυνος να ακολουθήσουν και άλλοι το ελληνικό παράδειγμα).

Οι παραπάνω αντιλήψεις μεταφράστηκαν σε μέτρα που οδήγησαν σε άνευ προηγουμένου (ακόμη και διεθνώς) περικοπές των αμοιβών των εργαζομένων και των συντάξεων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, θεαματική αύξηση της ανεργίας, κατάργηση δικαιωμάτων στις εργασιακές σχέσεις, άτακτη παραπέρα διάλυση της δημόσιας διοίκησης, βαθειά οικονομική ύφεση με άγνωστη προοπτική ανάκαμψης. Τα μέτρα αυτά επισκίασαν και κατά κανόνα εξουδετέρωσαν και τα όποια θετικά διαρθρωτικά μέτρα περιλαμβάνονταν. Την πρώτη ευθύνη για τις εξελίξεις αυτές φέρουν καταφανώς η φιλοσοφία και η πρακτική των μέτρων της τρόικας, πέρα από την όποια παράλυση της κυβέρνησης Παπανδρέου ή τις αντιστάσεις «συντεχνιών».

Ήσαν άραγε όλα τα παραπάνω αναγκαία και αναπόφευκτα; Ο κόσμος των Μέρκελ και Σόϊμπλε είναι ο καλύτερος των δυνατών κόσμων; Στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική, οι αριστεροί μεταρρυθμιστές και πολλοί άλλοι δεν το πιστεύουν. Ούτε κι εγώ. Και νομίζω πως θα ήταν εξωφρενικό για ένα αριστερό κόμμα να ψηφίσει υπέρ προγραμμάτων που εμπνέονται από τέτοια φιλοσοφία και περιλαμβάνουν τέτοια μέτρα.

Πίσω από τη συζήτηση αυτή υπάρχει και ένα θεμελιώδες ζήτημα κοσμοαντίληψης. Η ευκολία με την οποία ορισμένοι εισηγούνται και εφαρμόζουν πολιτικές που φέρνουν εξαθλίωση, ανεργία και εργασιακή ανασφάλεια σε χιλιάδες και εκατομμύρια εργαζόμενους, η πεποίθηση ότι ο ανθρώπινος πόνος είναι απλώς ένα πρόβλημα «τριβών» ώσπου να ισορροπήσουν κάποια οικονομικά μεγέθη, είναι πράγματα εντελώς ξένα –και θα προσέθετα αποκρουστικά- για την αριστερά. Συνεπώς, χωρίς να προσβάλλω τις καλές προθέσεις κανενός, δεν είναι ακριβές ότι όλοι στη χώρα αυτή και στην Ευρώπη είμαστε το ίδιο ευαίσθητοι. Κάποιοι, από θέση ή από πεποίθηση, είναι κοινωνικά αναίσθητοι. Και τέτοιοι είναι ασυζητητί οι εμπνευστές της πολιτικής της τρόικας, όσα κροκοδείλια δάκρυα και να χύνουν περί «οδυνηρών, αλλά αναγκαίων μέτρων».

Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση της δημοκρατικής αριστεράς; Οι αρχές που την εμπνέουν είναι γνωστές: λιγότερη έμφαση στη λιτότητα και μεγαλύτερη στην απασχόληση και την ανάπτυξη. Φροντίδα για κοινωνικά δίκαιη κατανομή των θυσιών. Ανταγωνιστικότητα, στηριγμένη στην καινοτομία, την παιδεία, την ανάπτυξη των υποδομών, λελογισμένη χρήση βιομηχανικής και άλλων κλαδικών πολιτικών. Εξυγίανση κι εξορθολογισμός του κράτους, αλλά όχι συρρίκνωσή του στα μέτρα των εγχειριδίων του νεοφιλελευθερισμού. Οι αρχές αυτές βρίσκονται στον αντίποδα της ασκούμενης πολιτικής, αλλά τίποτε από αυτές δεν είναι ουτοπικό. Αντίθετα η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι αυτή που είναι ατελέσφορη.

Μπορούν τα παραπάνω να εξειδικευθούν σε προτάσεις για συγκεκριμένα μέτρα; Φυσικά και μπορούν. Επί παραδείγματι, ορισμένα από τα αποφασισθέντα μέτρα συνάδουν με μιαν αριστερή λογική, αν και συχνά ο «διάβολος βρίσκεται στη λεπτομέρεια»:

• Φορολόγηση εισοδημάτων και περιουσιών (π.χ. των ακινήτων), αλλά και με κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης. Ριζική εξυγίανση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Είναι σκανδαλώδες ότι τόσο λίγα έχουν γίνει στον τομέα αυτό.

• Περιορισμός της σπατάλης και διαφθοράς στο δημόσιο (π.χ. υγεία), αλλά όχι μείωση των κονδυλίων για παιδεία, όχι ακραία συρρίκνωση των δημόσιων επενδύσεων και όχι κυριολεκτική διάλυση του κοινωνικού κράτους.

• Λελογισμένος περιορισμός των απασχολουμένων στο δημόσιο, αλλά βάσει μιας ανάλυσης για το πού υπάρχουν περιθώρια και πού ελλείψεις και με ένα χρονοδιάγραμμα που δεν θα οδηγεί στην ανεργία χιλιάδες υπαλλήλους.

• Ενιαίο μισθολόγιο και κατάργηση των παράλογων επιδομάτων, όχι όμως ψευδεπίγραφες αλλαγές που απλά υποκρύπτουν γενική μείωση αποδοχών.

• Περιορισμός υπερβολικών αποδοχών και προνομίων σε ορισμένα τμήματα του δημοσίου τομέα, όχι όμως μισθολογική ισοπέδωση ούτε και απότομη κάθετη μείωση νομίμων αποδοχών και κατακτήσεων.

• Άνοιγμα ορισμένων επαγγελμάτων (όπως π.χ. οι φαρμακοποιοί και οι ιδιοκτήτες φορτηγών), αλλά παίρνοντας υπόψη και τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ευρώπη.

• Μεταρρύθμιση στην παιδεία και τολμηρή αντιμετώπιση των νοσηρών φαινομένων που επικρατούν εκεί, αλλά σε ένα περιβάλλον στήριξης και εμπιστοσύνης στη δημόσια παιδεία και όχι οικονομικής της ασφυξίας.

Μέτρα όπως τα παραπάνω, μπορούν να προταθούν και άλλα πολλά. Η ΔΗΜΑΡ και οι δημοκράτες αριστεροί πράγματι θα ήταν καλό να επεξεργαστούν τέτοιες προτάσεις. Όπως όμως θα ήταν ίσως σκόπιμο οι τελευταίοι να διατυπώνουν συγκεκριμένα και τις αντιρρήσεις τους σε μέτρα που λαμβάνονται και αντιστρατεύονται τη δική μας λογική. Και δεν νομίζω να αδικώ κάποιους αριστερούς μεταρρυθμιστές μας, αν επισημάνω ότι αυτή η τελευταία διάσταση απουσιάζει κραυγαλέα από τα κείμενα και τη δράση τους.

Μεταρρυθμίσεις και κοινωνική συναίνεση

Μια λιγότερο απάνθρωπη πολιτική από τη σημερινή είναι και η μόνη που μπορεί να συγκεντρώσει μια «κρίσιμη μάζα» κοινωνικής συναίνεσης, χωρίς την οποία καμία πολιτική δεν είναι τελικά βιώσιμη στη δημοκρατία. Είναι γι’ αυτό κρίσιμο να ξεχωρίσουμε αυτόν που υπερασπίζεται τη δουλειά και το μεροκάματό του, από αυτόν που υπερασπίζεται κάποια αδικαιολόγητα προνόμια. Όμως η ασκούμενη πολιτική, πλήττοντας περισσότερο τους πρώτους, διευκολύνει τους δεύτερους να κρύβονται πίσω τους. Ή επί το πολιτικότερον καθιστά αδύνατη τη συγκρότηση ενός μεταρρυθμιστικού μπλοκ και την απομόνωση των πραγματικών αντιπάλων των μεταρρυθμίσεων.

Λιγότερο απάνθρωπη πολιτική σημαίνει και ότι τα μέτρα δεν μπορεί να λαμβάνονται με κριτήρια μόνο εισπρακτικά ή και αφηρημένης συμβολής σε μιαν «εξυγίανση», αλλά πρέπει να συνυπολογίζεται και η επίπτωσή τους στα εισοδήματα και την απασχόληση. Αυτό αφορά πρώτα και κύρια στα χαμηλά εισοδήματα που επλήγησαν βάναυσα. Αλλά, ακόμη κι αν το εισόδημα μιας κοινωνικής ομάδας είναι στις σημερινές συνθήκες υπερβολικό, υπάρχουν οικονομικά και κοινωνικά όρια στο πόσο μπορεί να περικοπεί ξαφνικά (εννοείται πως αυτό δεν ισχύει για υψηλά παράνομα εισοδήματα).

Βέβαια όλοι γνωρίζουμε –και πρώτη η αριστερά- ότι μεταρρυθμίσεις σημαίνει και συγκρούσεις. Σε ορισμένους χώρους (ΔΕΚΟ, δημόσιοι υπάλληλοι, πανεπιστημιακή κοινότητα, ορισμένα ελεύθερα επαγγέλματα) επικρατούν νοσηρές καταστάσεις και συντεχνιακές νοοτροπίες που αντιπαλεύουν κάθε αλλαγή. Οι καταστάσεις αυτές υποθάλπονται συχνά κι από τις πολιτικές δυνάμεις, όλων των αποχρώσεων, τόσο των δύο πρωταγωνιστών του πελατειακού συστήματος, όσο όμως και της αριστεράς. Συνεπώς εδώ από την μεταρρυθμιστική αριστερά απαιτείται τόλμη, πράγμα που διευκολύνεται αν οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές δεν είναι ισοπεδωτικές και νεοφιλελεύθερες, αλλά επικεντρώνονται στις αντίστοιχες παθογένειες.

Όμως άλλο τόλμη και καταγγελία νοσηρών καταστάσεων κι άλλο αναβίωση μιας νοοτροπίας, όπου ολόκληρα επαγγέλματα και κοινωνικές ομάδες ανακηρύσσονται σε «εχθρούς του λαού». Ακούγοντας και διαβάζοντας ορισμένους ένθερμους μεταρρυθμιστές, θα έλεγε κανείς ότι οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, οι γιατροί ή η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών θα πρέπει όλοι μαζί, συλλήβδην, δίκην κουλάκων, να πεταχτούν στον Καιάδα (με αποκορύφωμα τη ρήση του Α.Λοβέρδου περί του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων που καταπιέζει τα υπόλοιπα εννιά). Ή και ότι το κύριο, αν όχι το μόνο, πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι οι συντεχνίες στις οποίες εξάλλου εύκολα εντάσσουν και την κάθε λαϊκή κινητοποίηση και οργάνωση. Πρόκειται για έναν ιδιόμορφο λαϊκισμό που αντλεί από τη δεξαμενή της μισαλλοδοξίας και φυσικά είναι ασύμβατος με κάθε σοβαρή προοδευτική μεταρρύθμιση στον αντίστοιχο χώρο, αφού τις μεταρρυθμίσεις θα τις εφαρμόσουν τελικά οι εργαζόμενοι και όχι τα τανκς. Κι αυτό χωρίς να υποτιμάται καθόλου το ζήτημα του εκφυλισμού ορισμένων αντιπροσωπευτικών θεσμών εργαζομένων, ή και νοοτροπιών που κυριαρχούν σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, που πράγματι αποτελούν σημαντικό μέρος του συνολικού ελληνικού προβλήματος.

Λεφτά υπάρχουν;

Λεφτά ασφαλώς και δεν υπάρχουν και η φιλοσοφία των μέτρων που αναφέρονται παραπάνω βρίσκεται φυσικά μέσα στη λογική της επίλυσης της κρίσης χρέους της χώρας. Η εναλλακτική αντίληψη δεν αγνοεί εξάλλου και τον επείγοντα χαρακτήρα της δημοσιονομικής μας εξυγίανσης. Απαιτεί ωστόσο ένα μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα για τη δημοσιονομική προσαρμογή και καλύτερους όρους της ευρωπαϊκής στήριξης. Τα τελευταία αυτά δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται εξωγενώς δεδομένα και αμετάβλητα. Εξάλλου έχουν εν μέρει ήδη αναθεωρηθεί πάνω από μια φορά (λ.χ. το αρχικά ληστρικό επιτόκιο, το χρονοδιάγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων –που όμως εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται κυρίως εισπρακτικά και με ιδεολογικές παρωπίδες).

Η στέρεη εξυγίανση της Ελλάδας (και όχι η διάλυσή της) συνάδει με το καλώς νοούμενο συμφέρον των εταίρων μας, εφ’ όσον δεν είναι όμηροι ιδεολογικών προκαταλήψεων και σκοπιμοτήτων εσωτερικής κομματικής πολιτικής. Και πάλι αυτό δεν το λέμε μόνο εμείς, το λέει όλο και πιο πειστικά και η «άλλη» Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε, μεταξύ άλλων, ότι ο (βορειο)ευρωπαίος φορολογούμενος μέχρι στιγμής δεν έχει πληρώσει δεκάρα για την ελληνική κρίση (αντίθετα κερδίζει) και ότι μια «βιώσιμη» ελληνική ανάκαμψη αποτελεί τη μόνη εγγύηση ότι αυτό θα συνεχιστεί. Εξάλλου μια υγιής ελληνική οικονομία εξυπηρετεί το ευρύτερο ευρωπαϊκό συμφέρον και για χίλιους άλλους λόγους. Γι’ αυτό και η επίτευξη ενός καλύτερου πλαισίου για την έξοδο από την κρίση ήταν και παραμένει στόχος στο πλαίσιο της συνολικής μας σχέσης με τους εταίρους μας, καθώς και του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Κι αυτό χωρίς να αμφισβητείται πως μια χώρα δεσμεύεται από την υπογραφή της.

Επί πλέον, όπως σωστά επαναλαμβάνει η ΔΗΜΑΡ, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα εναλλακτικών μέτρων που μπορούν να υιοθετηθούν μέσα στη λογική της «ισοδυναμίας», δηλαδή της επίτευξης του ίδιου δημοσιονομικού αποτελέσματος, αλλά με μέτρα περισσότερο δίκαια ή και ορθολογικά.

Σήμερα, οι πρωτεργάτες της μεταρρυθμιστικής στασιμότητας μιας περίπου δεκαετίας, οι πρώτοι υπαίτιοι της διεθνούς αναξιοπιστίας της χώρας, προσπαθούν να μας πείσουν ότι το προϊόν των «κόπων» τους ήταν και είναι το καλύτερο δυνατό και αν οι ίδιοι (που «έσωσαν τη χώρα») παραμείνουν στην εξουσία με τα ίδια μυαλά, μπορεί να πείσουν τους «ξένους» για κάτι καλύτερο (όσο και απροσδιόριστο-καθώς στην πραγματικότητα προετοιμάζουν ένα νέο κύμα αντιλαϊκών μέτρων για το καλοκαίρι). Ειδάλλως, επέρχεται η καταστροφή και η έξοδος από την Ευρώπη.

Τίποτε από αυτά δεν αληθεύει. Η συνισταμένη των σημερινών μνημονίων φέρει και τη σφραγίδα της δικής τους ανικανότητας και ανευθυνότητας. Αλλά και στο μέλλον θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες για βελτίωση του πλαισίου, τόσο επειδή η ζωή με τις αναμενόμενες εξελίξεις στην Ελλάδα θα το επιβάλλει, όσο και επειδή οι συσχετισμοί στην Ευρώπη δεν είναι αμετάβλητοι. Σ’ αυτές τις μελλοντικές στιγμές –που μπορεί να αρχίζουν ήδη το καλοκαίρι- σημασία έχουν και οι συσχετισμοί στην Ελλάδα και το κατά πόσο τα όσα αποφασίζονται είναι κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμα. Μια ισχυρή δημοκρατική αριστερά έχει συνεπώς κι αυτή το βάρος της, και θα είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη καθώς κινείται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, δεν λέει "όχι σε όλα" και δεν ωθεί σε αδιέξοδες συγκρούσεις και τυχοδιωκτισμούς.

Να επαναπατρίσουμε τις μεταρρυθμίσεις στην αριστερά

Ο όρος "μεταρρύθμιση" ιστορικά συνδέεται με προτάσεις και κινήματα που αποσκοπούσαν σε μια δικαιότερη κοινωνία χωρίς χρήση βίας. Αργότερα αποτέλεσε όχημα για την υπέρβαση του ρήγματος στο εργατικό κίνημα (με τις περίφημες "διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" των ιταλών κομμουνιστών). Εδώ και κάποιες δεκαετίες ωστόσο ο όρος αυτός τείνει να αλωθεί από δυνάμεις που τον έχουν καταστήσει απωθητικό στους εργαζόμενους και την κοινή γνώμη. Οι μεταρρυθμίσεις τείνουν να ταυτιστούν με την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Για τον απλό άνθρωπο σημαίνουν μέτρα που χαμηλώνουν το εισόδημά του, αυξάνουν την ανασφάλειά του και διευρύνουν τις ανισότητες στην κοινωνία. Η "τόλμη" δε των μεταρρυθμίσεων μετράται συχνά από το πόσο βαθειά περιορίζονται οι κατακτήσεις των εργαζομένων και πόσο αγνοείται η αντίδρασή τους (το τελευταίο ονομάζεται ψευδεπίγραφα αγνόηση του "πολιτικού κόστους", όπου ως πολιτικό κόστος ορίζεται η αυτονόητη στις δημοκρατίες ανάγκη των κυβερνώντων να ελέγχονται και να εγκρίνονται από τους ψηφοφόρους τους).

Το πώς φθάσαμε σ’ αυτή τη μετάλλαξη της έννοιας της μεταρρύθμισης είναι μια μακρά ιστορία, και ασφαλώς η αριστερά (σοσιαλδημοκρατική και άλλη) δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Όμως σήμερα που οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις χρεοκοπούν διεθνώς, η δημοκρατική αριστερά πρέπει να ξανακατακτήσει την έννοια αυτή αν θέλει να βρει χώρο ανάμεσα στη συντήρηση και την αριστερά του παρελθόντος, αν θέλει να προσφέρει στην κοινωνία ένα όραμα άλλο από αυτό της δεξιάς ή την παραμονή στην ακινησία. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν οι "δικές της" μεταρρυθμίσεις έχουν μια σαφή κοινωνική διάσταση, τόσο στους καλούς καιρούς, όσο και στους δύσκολους. Το συμπέρασμα αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρο για την Ελλάδα και τους αριστερούς μεταρρυθμιστές της. Και επιβάλλει τόσο τη δραστηριοποίησή μας στο στίβο των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, όσο όμως και τη σαφή οριοθέτησή μας απέναντι στη λογική και τη φιλοσοφία των μνημονίων που υλοποιούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...