Στην Ελλάδα, η θανατική ποινή καταργήθηκε νομοθετικά τον Δεκέμβριο του 1993 (Νόμος 2172/1993, ΦΕΚ Α' 207), κάτι που επιβεβαιώθηκε και στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Και όμως είκοσι χρόνια μετά άνθρωποι στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της απελπισίας και της απόγνωσης. Οδηγούνται στον θάνατο, καταδικασμένοι στην εσχάτη των ποινών με συνοπτικές διαδικασίες από «έκτακτα λογιστικά στρατοδικεία». Πυροβολούνται στην ψυχή και στο σώμα και δέχονται τη χαριστική βολή στο μυαλό. Δεκάδες τα «σκοπευτήρια», υποδέχονται καθημερινά τους καταδικασθέντες, με τα «εκτελεστικά αποσπάσματα» να εκτελούν απλώς το καθήκον τους.
Στις μέρες μας οι «εκτελέσεις» καταγράφονται ως αυτοκτονίες και οι «εκτελεσθέντες» ως αυτόχειρες. Κάθε μέρα και μια εκτέλεση. Κάθε μέρα κι ένας απών από το προσκλητήριο της ζωής. Κάθε μέρα κι ένα σημείωμα, μια συγνώμη, ένα «δεν αντέχω άλλο». Χωρίς κανένα πλεόνασμα αντοχής, δίχως πλεόνασμα ελπίδας, ένας - ένας εγκαταλείπουν τον αγώνα παραδομένοι μπροστά στις καπνισμένες κάνες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Τα άψυχα ονόματά τους χάνονται την άλλη μέρα σε ομαδικούς τάφους στατιστικών και σε κενοτάφια ποσοστών. Και ο σωρός με τους κάλυκες στο σκοπευτήριο όλο και να υψώνεται. Και οι φίλοι να μένουν παγωμένοι στο άκουσμα των πυροβολισμών. Και τα «αντίο» να γίνονται κι αυτά ένας πανύψηλος σωρός. Αντίο σε όσα δεν είδαμε στο άδειο του βλέμμα. Αντίο σε όσα δεν καταλάβαμε όσο καιρό συνεδρίαζαν τα στρατοδικεία. Αντίο σε όσα δεν προλάβαμε να πούμε μπας και προλάβουμε το κακό.