Αθηνάς και Καλαμίδα, Καλαμίδα και Παλλάδος
Ελένη Αποστολοπούλου, 27/01/2013 , metarithimisi.gr
Σάββατο πρωί με νοτιά και
ατμόσφαιρα υγρή, φορτωμένη σύννεφα, περπατάω στο κέντρο της Αθήνας.
Βαρβάκειος Αγορά. Κόσμος ατέλειωτος συνωστίζεται και σέρνει καρότσια.
Γηγενείς νοικοκυραίοι -και παρακαλώ μην κάνετε κανένα συνειρμό, το
εννοώ- και «οι δικοί μας ξένοι». Όλες οι φυλές του κόσμου περνάνε από
δω. Μάτια γλυκά και πονεμένα, χαμογελαστά και ανήσυχα, κοιτάζουν τριγύρω
ερευνητικά. Φοράνε παράταιρα ρούχα και «αθλητικά» παπούτσια. Μέσα στην
κρεαταγορά, αγοράζουν κυρίως εντόσθια και πλατάρια κοτόπουλου. Στα
ψαράδικα, τριγυρίζουν και κοιτάνε… Στη Λαχαναγορά, γεμίζουν τσάντες με
πατάτες και κρεμμύδια. Οι Φιλιππινέζες που κουβαλούσαν παλιότερα τσάντες
για τις «κυρίες», έχουν αραιώσει...
Περπατάω στην οδό Αθηνάς προς το Μοναστηράκι. Ανάμεσα στα παμπάλαια παραδοσιακά μαγαζιά με τα παντελόνια, τα μπουφάν, τις «μπότες και φόρμες εργασίας», τα εργαλεία, έχει ξεφυτρώσει ένα κινέζικο. Ό,τι πάρεις, ένα ευρώ. Από ρούχα, κλωστές, βελόνες και «ραφτικά», μέχρι διακοσμητικά και είδη σπιτιού. Αγόρασα δύο πολύ όμορφα χάρτινα φωτιστικά ζωγραφισμένα με κινέζικους δράκους και προχώρησα. Πιάνει ψιλόβροχο, δεν πήρα ομπρέλα, ως συνήθως, αλλά δε με νοιάζει. Λίγο πιο κάτω, η καρδιά μου σφίχτηκε. Ένα ζευγάρι με ένα μωρό στην αγκαλιά του πατέρα, κάθονται στο τσιμέντο του πεζοδρομίου και ζητιανεύουν. Τι κάνετε εδώ, με το μωρό στην αγκαλιά; Τους λέω. Και προσπαθώ να τους πω να πάνε στο Κέντρο του Δήμου. Μάταιος κόπος. Όκι ελληνικά, μου λέει εκείνος. Η μάνα έχει σκυφτό το κεφάλι και δεν μπορώ να τη δω…
Πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο και είπα να στρίψω, να βγω από την Αθηνάς, να δω τι γίνεται στην πίσω πλευρά της. Αθηνάς και Καλαμίδα, λίγο πριν από το σταθμό του Μετρό, κάνω δεξιά. Δυό βήματα περπάτησα εκεί και στρίβω στην Παλλάδος. Και ξαφνικά, ω του θαύματος!
Θαύμα πρώτο, γωνία Καλαμίδα και Παλλάδος. Ένα μαγαζί με σκοινιά. Λεπτά, στριφτά, τριχιές, δικτυωτά… ό,τι βάλει ο νους σου. Κοιτάζω σαν χαμένη γιατί δεν θα πίστευα ποτέ ότι υπάρχει σήμερα ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης που πουλάει μόνο σκοινιά! Τι κοιτάς, κοριτσάκι; Μου λέει ένας κύριος που στέκεται στην είσοδο. Και δεν σας κρύβω ότι το «κοριτσάκι» το ευχαριστήθηκα πολύ… Πάρε σκοινί να δέσεις την αγάπη σου και δεν θα σου φύγει ποτέ, συμπληρώνει σοβαρός-σοβαρός και μου δείχνει την είσοδο…
Χαμογελάω και προχωράω. Θαύμα δεύτερον. Λίγο πιο κάτω, στην Παλλάδος (τυχαίο; Δεν νομίζω!) τρία-τέσσερα μαγαζιά στη σειρά, πουλάνε πραμάτεια μιας άλλης εποχής. Κοφίνια και καλάθια πλεκτά, παλιά φανάρια για τρόφιμα, γάστρες χάλκινες σκεπαστές για ψήσιμο σε λάκκο, υπόλοιπα για ξεπούλημα, σκάφες αλουμινένιες, πανέρια, λαδικά, γλάστρες, κουβάδες και λεκάνες τσίγκινες, χωνιά, κουρελούδες, πάντες για τον τοίχο, μυρωδικά φυτεμένα σε πήλινα γλαστράκια μια σταλιά. Αγοράζω ένα τόσο δα μικρό δεντρολίβανο που πρόλαβε κιόλας να βγάλει ένα μοβ ανθάκι και προχωράω…
Ζαλίστηκα. Ένα ταξίδι στο χρόνο. Σε μια άλλη Αθήνα, που υπάρχει και ζει ακόμα και σήμερα, κόντρα στους καιρούς. Η οδός Παλλάδος, είναι ένα δρομάκι που με το ζόρι χωράει ένα αυτοκίνητο. Αν είσαι πεζός, πρέπει να ανέβεις στο στενό πεζοδρόμιο για να περάσει. Στην απέναντι από τα μαγαζιά της πλευρά, είναι ένα μικρό παρκάκι γεμάτο δέντρα και δυό-τρία παγκάκια και πίσω του, ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, σκεπασμένος με πανιά οικοδομής και τριγυρισμένος με σκαλωσιές. Στο αδιέξοδο που οδηγεί στο Ναό, στέκει ένα πανέμορφο σπίτι, βαμμένο και περιποιημένο, με πόρτα σιδερένια και αίθριο επάνω στην ταράτσα, που όμως οι τοίχοι του δεν γλίτωσαν από ένα κακόγουστο, δυστυχώς, γκράφιτι.
Απέναντι, ανάμεσα στα πάρκινγκ και τα γκρίζα κτίρια, στον φορτωμένο, γκρίζο ουρανό, υψώνεται περήφανο ένα άλλο πανέμορφο σπίτι και τα ακροκέραμά του με κοιτάζουν και χαμογελάνε. Δηλαδή, πού θέλεις να πας, σε ποιο ταξίδι, όταν δεν ξέρεις καν την πόλη που σε γέννησε; Μου λένε. Και με κοιτάζουν λίγο ειρωνικά, έτσι μου φαίνεται...
Περπατάω στην οδό Αθηνάς προς το Μοναστηράκι. Ανάμεσα στα παμπάλαια παραδοσιακά μαγαζιά με τα παντελόνια, τα μπουφάν, τις «μπότες και φόρμες εργασίας», τα εργαλεία, έχει ξεφυτρώσει ένα κινέζικο. Ό,τι πάρεις, ένα ευρώ. Από ρούχα, κλωστές, βελόνες και «ραφτικά», μέχρι διακοσμητικά και είδη σπιτιού. Αγόρασα δύο πολύ όμορφα χάρτινα φωτιστικά ζωγραφισμένα με κινέζικους δράκους και προχώρησα. Πιάνει ψιλόβροχο, δεν πήρα ομπρέλα, ως συνήθως, αλλά δε με νοιάζει. Λίγο πιο κάτω, η καρδιά μου σφίχτηκε. Ένα ζευγάρι με ένα μωρό στην αγκαλιά του πατέρα, κάθονται στο τσιμέντο του πεζοδρομίου και ζητιανεύουν. Τι κάνετε εδώ, με το μωρό στην αγκαλιά; Τους λέω. Και προσπαθώ να τους πω να πάνε στο Κέντρο του Δήμου. Μάταιος κόπος. Όκι ελληνικά, μου λέει εκείνος. Η μάνα έχει σκυφτό το κεφάλι και δεν μπορώ να τη δω…
Πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο και είπα να στρίψω, να βγω από την Αθηνάς, να δω τι γίνεται στην πίσω πλευρά της. Αθηνάς και Καλαμίδα, λίγο πριν από το σταθμό του Μετρό, κάνω δεξιά. Δυό βήματα περπάτησα εκεί και στρίβω στην Παλλάδος. Και ξαφνικά, ω του θαύματος!
Θαύμα πρώτο, γωνία Καλαμίδα και Παλλάδος. Ένα μαγαζί με σκοινιά. Λεπτά, στριφτά, τριχιές, δικτυωτά… ό,τι βάλει ο νους σου. Κοιτάζω σαν χαμένη γιατί δεν θα πίστευα ποτέ ότι υπάρχει σήμερα ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης που πουλάει μόνο σκοινιά! Τι κοιτάς, κοριτσάκι; Μου λέει ένας κύριος που στέκεται στην είσοδο. Και δεν σας κρύβω ότι το «κοριτσάκι» το ευχαριστήθηκα πολύ… Πάρε σκοινί να δέσεις την αγάπη σου και δεν θα σου φύγει ποτέ, συμπληρώνει σοβαρός-σοβαρός και μου δείχνει την είσοδο…
Χαμογελάω και προχωράω. Θαύμα δεύτερον. Λίγο πιο κάτω, στην Παλλάδος (τυχαίο; Δεν νομίζω!) τρία-τέσσερα μαγαζιά στη σειρά, πουλάνε πραμάτεια μιας άλλης εποχής. Κοφίνια και καλάθια πλεκτά, παλιά φανάρια για τρόφιμα, γάστρες χάλκινες σκεπαστές για ψήσιμο σε λάκκο, υπόλοιπα για ξεπούλημα, σκάφες αλουμινένιες, πανέρια, λαδικά, γλάστρες, κουβάδες και λεκάνες τσίγκινες, χωνιά, κουρελούδες, πάντες για τον τοίχο, μυρωδικά φυτεμένα σε πήλινα γλαστράκια μια σταλιά. Αγοράζω ένα τόσο δα μικρό δεντρολίβανο που πρόλαβε κιόλας να βγάλει ένα μοβ ανθάκι και προχωράω…
Ζαλίστηκα. Ένα ταξίδι στο χρόνο. Σε μια άλλη Αθήνα, που υπάρχει και ζει ακόμα και σήμερα, κόντρα στους καιρούς. Η οδός Παλλάδος, είναι ένα δρομάκι που με το ζόρι χωράει ένα αυτοκίνητο. Αν είσαι πεζός, πρέπει να ανέβεις στο στενό πεζοδρόμιο για να περάσει. Στην απέναντι από τα μαγαζιά της πλευρά, είναι ένα μικρό παρκάκι γεμάτο δέντρα και δυό-τρία παγκάκια και πίσω του, ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, σκεπασμένος με πανιά οικοδομής και τριγυρισμένος με σκαλωσιές. Στο αδιέξοδο που οδηγεί στο Ναό, στέκει ένα πανέμορφο σπίτι, βαμμένο και περιποιημένο, με πόρτα σιδερένια και αίθριο επάνω στην ταράτσα, που όμως οι τοίχοι του δεν γλίτωσαν από ένα κακόγουστο, δυστυχώς, γκράφιτι.
Απέναντι, ανάμεσα στα πάρκινγκ και τα γκρίζα κτίρια, στον φορτωμένο, γκρίζο ουρανό, υψώνεται περήφανο ένα άλλο πανέμορφο σπίτι και τα ακροκέραμά του με κοιτάζουν και χαμογελάνε. Δηλαδή, πού θέλεις να πας, σε ποιο ταξίδι, όταν δεν ξέρεις καν την πόλη που σε γέννησε; Μου λένε. Και με κοιτάζουν λίγο ειρωνικά, έτσι μου φαίνεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας την γνώμη σας...