Δευτέρα 20 Μαΐου 2013


Ελληνικό τραγούδι παραλυμένο;

“Γιατί έχετε παραλύσει και δεν έχετε καταφέρει ακόμη να γράψετε το τραγούδι που θα εκφράσει την εποχή που ζούμε;”. Μια ερώτηση που την έχω ακούσει πολλές φορές τον τελευταίο χρόνο. Άλλοτε με ειλικρινή αγωνία και άλλοτε με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο. Και εστιάζουν στον στίχο. Προσπαθώ να απαντήσω, δίχως φυσικά να εκπροσωπώ κανέναν πέρα από τον εαυτό μου, και σκέφτηκα μετά από καιρό να συγκεντρώσω ορισμένες από τις σκέψεις μου και από τις απαντήσεις που έχω δώσει και γράψει κατά καιρούς.
Δεν νομίζω πως υπάρχουν εποχές που ξαφνικά εξαφανίζεται το ταλέντο και η ικανότητα των στιχουργών να «διαβάσουν» την εποχή και το αίσθημά της. Αν εσύ αισθάνεσαι πως δεν το βλέπεις σήμερα, σίγουρα εσύ έχεις δίκιο, εφόσον δεν βρίσκεις κάτι να σε συγκινήσει - πώς να σε πείσω για το αντίθετο;
Θα σου πω μόνο δύο πράγματα. Το ένα είναι πως όταν μία κοινωνία πιάνεται απροετοίμαστη, με κατεβασμένα τα παντελόνια, σε κάποια δραματική συγκυρία, αυτό ισχύει για όλους. Όλοι πιάνονται απροετοίμαστοι. Το δεύτερο, είναι πως υπάρχουν βέβαια παραδείγματα στην Ιστορία που το επίκαιρο, το σύγχρονό της τραγούδι, εξέφρασε μια ολόκληρη εποχή και της έδωσε φωνή, αλλά αυτές είναι οι εξαιρέσεις.
Θα σου θυμίσω πως στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τα δύο τραγούδια που τη σημάδεψαν δεν ήταν οι τότε σύγχρονες τραγουδάρες του Μίκη, αλλά δύο ριζίτικα γραμμένα έναν αιώνα πίσω. Το “Πότε θα κάνει ξαστεριά” και το “Αγρίμια κι αγριμάκια μου”. Θέλω να πω πως στα μεγάλα ζόρια μας, συνήθως επιστρέφουμε στις πηγές μας, στις σταθερές φωλιές μας, στις δοκιμασμένες στον χρόνο, τις περασμένες στο αίμα μας. Δύσκολα σε κάτι που γράφτηκε πριν από έναν μήνα. Αν, λοιπόν, σήμερα γράφονται δυνατά τραγούδια για αυτό που ζούμε, νομίζω πως θα το καταλάβουμε ή όχι αφού περάσει καιρός.
Αν μάλιστα αληθεύει και μία εκδοχή που θέλει την αρχική μορφή του “Πότε θα κάνει ξαστεριά” να αναφέρεται σε μία απλή υπόθεση ζωοκλοπής -δεν το ξέρω σίγουρα για να το υποστηρίξω- καταλαβαίνεις πως τα τραγούδια που εκφράζουν κάτι δεν παραγγέλνονται. Δεν δηλώνονται εκ των προτέρων οι προθέσεις τους, αλλά τους αποδίδεται η όποια αξία τους εκ των υστέρων. Πολλές φορές ταυτίζονται με κάτι δυνατό από σπόντα. Ένα τραγούδι που θα μας συσπειρώσει σε μία καινούρια συλλογικότητα μπορεί να είναι ακόμα και ερωτικό! Δεν το ξέρεις ποτέ αυτό.
Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσεις και τον μύθο πως η τέχνη δημιούργησε επαναστάσεις -ουδέποτε έγινε αυτό, τις ακολούθησε και τις κατέγραψε, πρώτα γυρίζεται η ταινία και μετά γράφεται το soundtrack- ο οποίος σε κάνει άθελά σου έναν ιδιαίτερα αυστηρό κριτή και ενίοτε άδικο ως προς τη δυναμική των έργων των σύγχρονών σου, τότε είναι δύσκολο να κορεστεί η πείνα σου και να ημερέψει η βιασύνη σου για έκφραση και ταύτιση.

Αν εννοείς πως σου λείπουν οι έμμετροι, ακατέργαστοι θυμοί, τότε μάλλον ασυνείδητα μπλέκεις το τραγούδι με μπροσούρα. Το πώς θα μιλήσεις για την εποχή σου, δίχως να την αναφέρεις, καταθέτοντας τραγούδια που θα πραγματεύονται κάτι “αειθαλές” στις εκάστοτε συγκυρίες, είναι η γραμμή που διαχωρίζει τους πραγματικά ταλαντούχους από τους απλώς καλών ή “οργισμένων” προθέσεων.

Δεν κρύβομαι, πάντα με γοήτευαν και τα επιθετικά τραγούδια. Όμως μόνο εκείνα που η τέχνη τους δεν μπορούσε ουσιαστικά να αμφισβητηθεί. Το τραγούδι κρίνεται ως τραγούδι, τις πολιτικές σου απόψεις -με ακατέργαστο ή όχι τρόπο- μπορείς να τις γράψεις σε ένα κείμενο ή να τις πεις σε μία συνέντευξη. Αν βέβαια κατορθώσεις να τις περάσεις και στα τραγούδια, και αυτά έχουν λόγο ύπαρξης και αύριο και δεν πεταχτούν σαν ένα ρεπορτάζ με ημερομηνία λήξης, θα ήταν το ιδανικό. Ακόμη και σε ένα απλώς ερωτικό τραγουδάκι, εκείνο το “απλώς” μπορεί να περιέχει τόση “κρίση”, όση δεν θα έχει ένα που φωνάζει “να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”.

Επίσης ένα άλλο σημείο το οποίο ίσως δεν έχεις αξιολογήσει είναι πως η ανάγκη έκφρασης και ταύτισής μας με ένα τραγούδι, δεν είναι τίποτα άλλο από την ανάγκη να βρούμε κάτι που να δικαιώνει τις ήδη διαμορφωμένες επιλογές μας και απόψεις. Ή να μας ξεβολεύει και να μας πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, αλλά προς την κατεύθυνση που έχουμε ήδη επιλέξει. Δηλαδή, κάποιος που θεωρεί πως καλώς γίνονται όσα γίνονται και πως έπρεπε κάποτε να “διορθωθούμε”, δεν ψάχνει για κανένα τραγούδι ρήξης, αλλά για κάποιο που μην αμφισβητεί τη “συστημική” του τοποθέτηση. Ή κάποιος που θέλει το τραγούδι ως μια πλακίτσα για να περνάμε καλά και χαρακτηρίζει ως κουλτουριάρικη οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Το σκυλάδικο, τόσα χρόνια, δεν ήταν τίποτα διαφορετικό, δεν ήταν καθόλου απολιτίκ στην ουσία, αλλά τραγούδι με σαφέσταση πολιτική χρήση.  Όλα αυτά σε αυτήν την παράγραφο τα αναφέρω για να υπογραμμίσω πως η διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας άλλαξε ριζικά τις τελευταίες δεκαετίες και δεν είναι πια εύκολο ένα τραγούδι που θα τη διασχίσει κάθετα και θα γίνει πανεθνική έκφραση.
Τέλος, ένα λάθος που γίνεται συχνά -αποτέλεσμα ανθεκτικών στερεοτύπων- είναι πως βάσει της “διάκρισης” σε ένα έργο τέχνης, ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, στο τραγούδι θεωρούμε ως μορφή τη μουσική και ως περιεχόμενο τον στίχο. Μεγάλη παρανόηση. Η μουσική έχει περιεχόμενο. Έχει μνήμη, στοχασμό, συνέχεια, πρόταση, ρήξη… Στο τραγούδι δεν στέκεται και δεν αντέχει μόνος του ένας ρηξικέλευθος στίχος -ακόμη κι ένας καλοφτιαγμένα απλοϊκός- αν δεν έχει δεθεί με μουσική που να έχει κι αυτή τα εύσημά της στον ίδιο στίβο.
 
Αυτό σημαίνει πως αν θέλεις να ρίξεις οπωσδήποτε κάπου τις “ευθύνες” μην τις εξαντλείς στους στιχουργούς, αλλά επιμέρισέ τις ισόποσα και στους συνθέτες. Τη μεγάλη τους επανάσταση οι Beatles δεν την έκαναν με τον στίχο. Ούτε οι Stones, ούτε ο Presley. Εντάξει,  οι Pink Floyd  και με τον στίχο. Αντιστοίχως, στην Ελλάδα, ο Τσιτσάνης, ο Μίκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Μικρούτσικος, ο Σαββόπουλος, είχαν μεν στα χέρια τους σπουδαίους στίχους, αλλά αν δεν έσπαγαν και τις φόρμες με τη μουσική τους, δεν θα γινόταν απολύτως τίποτα. Το τραγούδι εισπράττεται ως αδιαίρετη ενότητα. Δεν είναι ποίημα τυπωμένο σε χαρτί.  Ένας εξαιρετικός στίχος, επαναστατικός με οποιαδήποτε έννοια -ακόμη και ερωτικός- αν δεν τύχει ανάλογης μελοποίησης, τότε μιλάμε απλά για ένα κακό, ατυχές τραγούδι. Τελεία.
   
Μην πλατιάσω άλλο. Φαντάζομαι πως κάπου θα συμφωνούμε, κάπου θα διαφωνούμε. Και πραγματικά περιμένω τις απόψεις σας. Γιατί δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας που να μην έχει αγαπήσει τα τραγούδια.
Υ.Γ.1: Ξαναδιαβάζω το κείμενο και αναρωτιέμαι μήπως όσα γράφω είναι εξόχως εγκεφαλικά, δεν δίνουν καμία απάντηση, και δεν κάνουν την παραμικρή νύξη στις διαδρομές με τα μάγια από τις οποίες περνάει ένα τραγούδι μέχρι να αγαπηθεί. Ναι παιδεία, ναι εμπειρία, ναι μεροκάματα στην αισθητική, ναι κοσμοθεωρία, ναι αφέλεια, ναι χαρά, ναι σε όλα όσα εξηγούνται. Αλλά πάντα αφήνω αρκετό τόπο και σε εκείνα που είτε δεν εξηγούνται, είτε αν εξηγηθούν θα “χαλάσουν”, σαν ένα παιδικό παιχνίδι που το ξεχαρβάλωσες για να δεις πώς δούλευε.
Υ.Γ.2: Για όσους “γκρινιάζουν” από αγάπη, υποστηρίζοντας την αρχική ερώτηση του κειμένου, θα τους έλεγα, ποτέ μην υποτιμάς και μην ξεγράφεις κάτι που έναν αιώνα τώρα μας ξελασπώνει… Μπορεί να το ξανακάνει.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...