Μια συζήτηση του Στάθη Κουβελάκη με τους Νικολά Βιεγεκάζ και Ραζμίγκ Κεσεγιάν
Μετά από τριάντα χρόνια ολοκληρωτικής εξαφάνισης του Νίκου Πουλαντζά από το εκδοτικό τοπίο και γενικότερα από την θεωρητική συζήτηση της Γαλλίας επανεκδόθηκε και κυκλοφόρησε πριν από λίγες βδομάδες από τον εκδοτικό οίκο Les prairies ordinaires το ύστατο έργο του, Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός, που θεωρείται και η πνευματική του διαθήκη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα μείζον γεγονός, η σημασία του οποίου υπερβαίνει τον εκδοτικό χώρο και συνδέεται με τις γενικότερες διεργασίες που συντελούνται στη χώρα όπου, μετά την παγκόσμιας εμβέλειας άνθιση των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, η ριζοσπαστική θεωρία και η αριστερή πολιτική υπέστησαν ίσως την πιο εντυπωσιακή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθίζηση. Για να συζητήσουμε τα επίδικα αυτής της ενδιαφέρουσας συγκυρίας συναντήσαμε τους συντελεστές της επανέκδοσης του πουλαντζιανού έργου: τον υπεύθυνο των εκδόσεων Les prairies ordinaires και δοκιμιογράφο Νικολά Βιεγεκάζ και τον Ραζμίγκ Κεσεγιάν, καθηγητή κοινωνιολογίας στη Σορβόννη που επιμελήθηκε και προλόγισε τον τόμο, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης έναν επίλογο του γνωστού θεωρητικού του κράτους και συνεχιστή της παράδοσης του έλληνα μαρξιστή Μπομπ Τζέσοπ.
Στ. Κ.
Μια τόσο μακρόχρονη απουσία
Στάθης Κουβελάκης: Η σημασία της επανέκδοσης του Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός γίνεται αντιληπτή αν αναλογιστούμε ότι εδώ και 30 χρόνια τα βιβλία του Πουλαντζά είχαν εντελώς εξαφανιστεί από τα βιβλιοπωλεία. Το παράδοξο αυτής της απουσίας είναι ότι, όπως τονίζεις Ραζμίγκ στον πρόλογό σου, αποτελεί μια γαλλική πρωτοτυπία. Πράγματι, τόσο στον αγγλόφωνο και ισπανόφωνο χώρο όσο και στη Γερμανία, ο Πουλαντζάς διατήρησε μια εκδοτική παρουσία και δε σταμάτησε να αποτελεί σημείο αναφοράς στην θεωρητική συζήτηση, αν και πιο διακριτικά απ' ό,τι στο παρελθόν. Σ' αυτό συνέβαλαν οι παρεμβάσεις διανοητών όπως ο Τζέσοπ, ο Πάνιτς, ο Λακλάου, ο Μάρτιν, ο Χιρς και ο Ντεμίροβιτς. Η πρώτη ερώτηση δεν μπορεί λοιπόν παρά να αφορά τους λόγος της τόσο μακρόχρονης απουσίας του Πουλαντζά στην ίδια τη χώρα όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και όπου πρωτοδημοσιεύτηκε το σύνολο του έργου του.
Ραζμίγκ Κεσεγιάν: Μπορούμε να επικαλεστούμε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι στη Γαλλία ο αντικομμουνισμός έφθασε, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σε απίστευτα ύψη. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και καθ' όλη τη διάρκεια της επομένης, ξεσπάει ένα εξαιρετικά επιθετικό αντικομμουνιστικό κύμα, που οφείλεται κυρίως στην ισχύ που διατηρούσε στη Γαλλία το κομμουνιστικό κίνημα κατά την περίοδο που είχε προηγηθεί. Η αντικομμουνιστική αντίδραση αποτελεί με μια έννοια την άλλη όψη αυτής της ισχύος. Ο Πουλαντζάς ήταν συνδεδεμένος, με την ευρεία έννοια, με αυτήν την ιστορία, και γι αυτό μοιράστηκε την απόρριψη και τη λήθη που υπέστη οτιδήποτε θύμιζε αυτό το κίνημα. Η «λήθη» του ονόματός του υπήρξε λοιπόν οργανωμένη, όπως οργανωμένη ήταν και η εξαφάνιση από τη δημόσια συζήτηση διανοητών όπως ο Λεφέβρ, ο Γκολντμάν, ο Μπετελέμ, ο Αλτουσέρ και πολλοί άλλοι.
Ο δεύτερος λόγος παραπέμπει σε μια τάση που εκδηλώνεται στη δεκαετία του 1980, δηλαδή στην άνοδο αυτού μου μπορούμε να ονομάσουμε «μη μαρξιστική κριτική θεωρία», και ειδικότερα δύο ρευμάτων που συνδέονται αντίστοιχα με τον Φουκώ και με τον Μπουρντιέ. Αυτές οι μη μαρξιστικές θεωρίες απέκτησαν μεγάλη επιρροή στη Γαλλία, τόσο στις κοινωνικές επιστήμες όσο και στη φιλοσοφία, και οδήγησαν σε έναν επαναπροσανατολισμό της κριτικής σκέψης πέραν του μαρξισμού, κάτι που δεν μπορούσε παρά να περιθωριοποιήσει τη συμβολή του Πουλαντζά.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι ο Πουλαντζάς είναι ένας διανοητής του οποίου οι θέσεις απαιτούν χρόνο για να γίνουν αντιληπτές σε όλο τους το βάθος. Η έννοια του «αυταρχικού κρατισμού» για παράδειγμα είναι στις μέρες τρομακτικά επίκαιρη. Σίγουρα ήταν επίκαιρη όταν πρωτοδιατυπώθηκε αλλά τώρα αυτό φαίνεται με ακόμη πιο καθαρό τρόπο. Μπορούμε να πούμε το ίδιο για την έννοια της «εσωτερικής αστικής τάξης» σε σχέση με την τρέχουσα συζήτηση περί Ευρώπης και ευρωπαϊκής κρίσης. Η ανάγνωση αυτών των κειμένων σήμερα αποπνέει κάτι το σαγηνευτικό. Η δύναμή τους αναδεικνύεται στο μακρύ χρόνο και αυτό τοποθετεί τον Πουλαντζά σ'αυτήν τη μάλλον σπάνια κατηγορία διανοητών των οποίων το έργο απαιτεί χρόνο για να καθιερωθεί πραγματικά.
Νικολά Βιεγεκάζ: Θα ήθελα να αναπτύξω το δεύτερο σημείο που ανέφερε ο Ραζμίγκ. Από τη δεκαετία του 1960 και στο εφεξής, το θεωρητικό πεδίο της --ας την αποκαλέσουμε έτσι-- «μη κομμουνιστικής Αριστεράς» περιστρέφεται γύρω από την κριτική του μαρξισμού. Η ονομαζόμενη «σκέψη της διαφοράς», η γνωστή τριανδρία Φουκώ-Ντελέζ-Ντεριντά, δομείται γύρω από μια συστηματική κριτική θέσεων που παρουσιάζονται, με πολύ σχηματικό τρόπο, ως τα θεμέλια του μαρξισμού: η ιστορική τελεολογία, το προλεταριάτο ως υποκείμενο, η διαλεκτική βάσης-εποικοδομήματος κλπ. Αυτή η κριτική παραβλέπει τόσο την πολυπλοκότητα όσο και τις εσωτερικές εντάσεις της μαρξιστικής σκέψης.
Η τάση απόρριψης του μαρξισμού εμφανίζεται λοιπόν πολύ πριν τη δεκαετία του 1980 αλλά όντως τότε είναι που ριζοσπαστικοποιείται, δηλαδή τη στιγμή όπου οι βασικοί εκπρόσωποι του μαρξισμού στη Γαλλία αποσύρονται από το προσκήνιο, ειδικά ο Σαρτρ, ο Αλτουσέρ και ο Πουλαντζάς. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι την αρχή αυτής του 2000, ο μαρξισμός παίζει κατεξοχήν τον ρόλο του σκιάχτρου στη θεωρητική συζήτηση, ακόμη κι αν, ή μάλλον ακριβώς επειδή έχει σταματήσει να επιδρά πάνω σ' αυτήν.
Σ.Κ. Σ' αυτούς τους λόγους, θα ήθελα να προσθέσω και έναν τέταρτο, την αμνησία, ή μάλλον την απώθηση της προηγούμενης ιστορικής περιόδου από τους ίδιους τους μαρξιστές, όσους απέμειναν τέλος πάντων. Ως θεωρητικός, ο Πουλαντζάς ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στην πιο απωθημένη στιγμή της μεταπολεμικής Γαλλίας, δηλαδή στην ταραγμένη δεκαετία του 1970. Αυτό δείχνει και η τύχη που γνώρισε μετά θάνατον το έργο του στον εκδοτικό χώρο. Το Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός π.χ. δημοσιεύεται το 1978 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Γαλλίας (PUF), όπου ο ίδιος διηύθυνε μια σειρά βιβλίων. Το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι αυτός ο εκδοτικός οίκος ήταν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος από τους μεγάλους, που κράτησε ακόμη και μετά τη δεκαετία του 1980 κάποιες σειρές που διηύθυναν μαρξιστές ή τουλάχιστον διανοητές που δεν είχαν έρθει σε ρήξη με τον μαρξισμό. Αναφέρομαι εδώ ειδικότερα στις σειρές «θεωρητικές πρακτικές» των Μπαλιμπάρ και Λεκούρ και «Σύγχρονος Μαρξ» των Μπιντέ και Τεξιέ. Εν τούτοις καμιά από αυτές τις σειρές δεν επιχείρησε την παραμικρή επανέκδοση του Πουλαντζά. Η πρωτοβουλία που πήρατε έχει λοιπόν για μένα και τη σημασία μιας αλλαγής γενιάς. Χρειάστηκε να έρθουν άνθρωποι σαν εσάς, που ήσασταν ακόμη στην παιδική ηλικία στη δεκαετία του 1980, για να ανασυρθεί και πάλι στην επιφάνεια αυτό το υλικό.

Η στρατηγική σκέψη της πολιτικής

Ν.Β.: Είναι φυσικά πολύ νωρίς για να πούμε αν ο Πουλαντζάς θα ξανασυζητηθεί στη Γαλλία αλλά είναι σαφές ότι είδαμε την τελευταία δεκαετία την αισθητή επανεμφάνιση του μαρξισμού, κύρια μέσω των μεταφράσεων έργων των Ζίζεκ, Τζαίημσον και Χάρβεϋ, που ήταν παντελώς άγνωστοι προηγουμένως, τη δεκαετία του 1980 και του 1990, όταν δηλαδή η απήχησή τους στον αγγλόφωνο χώρο είχε φθάσει στο απόγειό της. Το έργο αυτών των θεωρητικών δεν άπτεται όμως των ζητημάτων της πολιτικής στρατηγικής και του κράτους, ενώ στο επίκεντρο της δουλειάς του Πουλαντζά είναι ακριβώς η θεωρία του κράτους και της σχέσης του με τις κοινωνικές τάξεις καθώς και μια στρατηγική σκέψη της πολιτικής που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι όλοι οι αριστεροί διανοητές που αναδείχθηκαν από τη δεκαετία του 1980 και μετά είναι θεωρητικοί της ήττας της Αριστεράς, που απώθησαν αυτά τα ζητήματα. Το νόημα της επανέκδοσης του Πουλαντζά είναι ίσως ότι επανέρχεται το ενδιαφέρον για αυτά τα θέματα και ότι γίνεται πλέον αισθητή μια κόπωση γύρω από μια εξαιρετικά αφηρημένη, οντολογικού και μεταφυσικού εν τέλει χαρακτήρα, σκέψη της πολιτικής που άνθισε τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα είναι, με άλλα λόγια, κατά πόσο βρισκόμαστε με την παρούσα οικονομική και κοινωνική κρίση σε μια συγκυρία όπου μπορούμε εκ νέου να σκεφτούμε με όρους ουσιαστικά πολιτικούς, δηλαδή στρατηγικούς.
Να προσθέσω εδώ ότι οι συζητήσεις της τελευταίας δεκαετίας γύρω από το νεοφιλελευθερισμό, ειδικά στους φουκωικούς, τόνισαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλά απορύθμιση, απόσυρση του κράτους, αλλά ότι η απορύθμιση είναι και αυτή μια κρατική μορφή, διαφορετικού τύπου από την προηγούμενη βέβαια. Ως μαρξιστές λοιπόν, και ευρύτερα εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς, επιβάλλεται λοιπόν να ξανασκεφτούμε τον ρόλο του κράτους στην πολιτική πάλη.
Σ.Κ.: Ο Νικολά αναφέρθηκε στην επανεκκίνηση των συζητήσεων για το κράτος μέσα από τα ίδια τα μη μαρξιστικά ρεύματα. Υπάρχει όμως και μια ευρύτερη τάση, για την οποία επίσης έγινε λόγος προηγουμένως: η σχετικά όψιμη εισαγωγή στη Γαλλία μιας ριζοσπαστικής σκέψης, σχεδόν αποκλειστικά αγγλόφωνης, που συμπεριλαμβάνει και μαρξιστικές απόψεις, και αυτό χάρη στη δουλειά που έκαναν μικροί ανεξάρτητοι εκδοτικοί οίκοι. Πώς εντάσσεται η επανεμφάνιση του Πουλαντζά σ' αυτή την τάση;
Ρ.Κ.: Δύο σημεία πρέπει να τονισθούν εδώ. Το πρώτο είναι ότι, όπως είπε ο Νικολά, το είδος της ριζοσπαστικής σκέψης, μαρξιστικής και μη, που μεταφράστηκε ως τώρα είναι σίγουρα εξαιρετικά σημαντικό αλλά αφήνει απέξω το ζήτημα της στρατηγικής. Αυτό που προσδοκούμε με την επανέκδοση του Πουλαντζά είναι να περάσουμε σε ένα δεύτερο στάδιο της επαναφοράς της κριτικής σκέψης στη Γαλλία. Ένα στάδιο όπου, όπως έλεγε ο φίλος και σύντροφός μας Ντανιέλ Μπενσαΐντ, το ζήτημα της στρατηγικής θα κατέχει μια κεντρική θέση.
Υπάρχει όμως ένας όρος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτό ότι αυτές οι αγγλοσαξονικές κριτικές θεωρίες που μετεφράστηκαν πρόσφατα στη Γαλλία αποτελούν οι ίδιες προϊόν της εξαγωγής της γαλλικής σκέψης της προηγούμενης περιόδου, ειδικότερα αυτής της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον Χάρβεϋ αν δεν δούμε τι οφείλει στον Λεφέβρ, ή τον Στιούαρτ Χωλ αν δεν εξετάσουμε αυτό που τον συνδέει με τον Πουλαντζά. Είναι προφανές, για να σταθούμε στην περίπτωση του Χολ, ότι η ανάλυση του θατσερικού φαινομένου ως «αυταρχικού λαϊκισμού» συνδέεται στενά με τις πουλαντζιανές έννοιες του «αυταρχικού κρατισμού» και της «κρίσης του κράτους».
Το δεύτερο στάδιο της ανάπτυξης της κριτικής θεωρίας επιβάλλει λοιπόν την επανανακάλυψη γαλλικών παραδόσεων που είναι σήμερα περίπου θαμμένες. Τον Μάρτη έγινε για παράδειγμα ένα διεθνές συνέδριο για τον Γκράμσι στη Γαλλία όπου έγιναν συχνές αναφορές στη γαλλική γκραμσιανή σχολή. Έτσι πολλοί νέοι που ήταν στην αίθουσα άκουσαν για πρώτη φορά τα ονόματα σημαντικών θεωρητικών όπως του Τεξιέ, του Τοζέλ και της Μπυσί-Γκλυσκσμάν.
Μίλησες πριν για την εναλλαγή γενεών. Η δική μου γενιά ανακάλυψε τα ήσσονα πριν από τα μείζονα. Διάβασα ας πούμε τη Σπίβακ και τον Νέγκρι πριν από τον Γκράμσι και τον Πουλαντζά. Ακούγεται ίσως περίεργο αλλά έτσι είναι. Δεν επιλέγουμε την συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε. Καταπιάστηκα με τον Γκράμσι όταν κατάλαβα ότι ήταν απανταχού παρόν, αλλά με ένα ιδιόμορφο τρόπο, σε διανοητές της Λατινικής Αμερικής, των ΗΠΑ, της Ινδίας κλπ. Το να διαβάσω Πουλαντζά μου επέτρεψε να ξαναπιάσω το νήμα της γκραμσιανής παράδοσης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Με δυο λόγια, πιστεύω ότι για να ξανασκεφτούμε πολιτικά με στρατηγικούς όρους πρέπει να οικειοποιηθούμε εκ νέου ότι καταχωνιάστηκε από την αντικομμουνιστική λαίλαπα της δεκαετίας του 1980.
Ν.Β.: Είδαμε την τελευταία περίοδο στη Γαλλία ότι εντός του πανεπιστημίου αποκτούν και πάλι μια σχετική νομιμοποίηση θεωρητικές παραδόσεις που είχαν μέχρι πρότινος εντελώς εξοβελιστεί. Οχι ο μαρξισμός ως τέτοιος αλλά εμφανίζονται τουλάχιστον ορισμένες θετικές αναφορές στον Μαρξ από τους γάλλους εκπρόσωπους της «κοινωνικής φιλοσοφίας» του Άξελ Χόνετ (Αμπέρ, Φισμπάκ) ή από όσους έχουν επηρεαστεί από το έργο της Γουέντυ Μπράουν και της Νάνσυ Φρέηζερ.
Από την πλευρά της αριστερής πολιτικής τώρα, χρειάζεται μια αντίστοιχη επανανομιμοποίηση της θεωρίας, και ειδικότερα της πολιτικής θεωρίας ως τρόπο μορφοποίησης μιας δράσης. Μια δουλειά που ξεκινά από τον Πουλαντζά αλλά φυσικά και τον Γκράμσι μπορεί να ξαναδημιουργήσει μια σχέση ανάμεσα στην πολιτική πρακτική και σε διανοούμενους που αναφέρονται σε έναν πολιτικοποιημένο μαρξισμό, προσανατολισμένο στη δράση. Είναι ασφαλώς πολύ σημαντικό να έχουμε μια μαρξιστική επεξεργασία σε ζητήματα φιλοσοφίας ή πολιτισμού αλλά μας χρειάζονται επίσης και μαρξιστές με ενεργό πολιτικό ρόλο.

Η ριζοσπαστική αριστερά αντιμέτωπη με την καπιταλιστική κρίση.

Σ.Κ.: Πως μπορούμε να ορίσουμε με πιο συγκεκριμένο τρόπο αυτή τη σχέση μεταξύ στρατηγικής σκέψης και πολιτικής συγκυρίας, και πιο συγκεκριμένα της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Γαλλία; Ο Μπενσαΐντ είχε μιλήσει με προγραμματικούς όρους για τη συνειδητοποίηση των ορίων του καθαρού «κινηματισμού» έτσι όπως είχε επικρατήσει στο κίνημα των παγκόσμιων κοινωνικών φόρουμ και το πέρασμα σε μια νέα, πιο απαιτητική, περίοδο όπου τα επίδικα ορίζονται με όρους στρατηγικής και εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.
Ν.Β.: Η αποτυχία του εγχειρήματος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΑΚ) σίγουρα προβλημάτισε πολλούς. Οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί τη στιγμή της ίδρυσής του το 2008-2009, και κατόπιν η ταχύτατη αποσύνθεσή του και ο εγκλωβισμός του σε έναν άγονο αριστερισμό και σε μια σεκταριστική καταγγελιολογία του Αριστερού Μετώπου, έπαιξαν ένα μείζονα ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής συγκυρίας. Σήμερα η επιλογή που έχουμε τίθεται ως εξής: είτε παραμένουμε σε μικροοργανώσεις που αρκούνται στο να χειρονομούν επιδεικτικά είτε συμμετέχουμε στη συγκρότηση του Αριστερού Μετώπου ως εναλλακτική πολιτική πρόταση, δηλαδή ως πρόταση εξουσίας.
Ρ.Κ.: Η επικαιρότητα αυτού που ο Πουλαντζάς ονομάζει ο «δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό», ο «κριτικός ευρωκομμουνισμός», είναι προφανής αν λάβουμε υπ' όψιν μας τις εμπειρίες του Σύριζα, του Die Linke, του πορτογαλικού Μπλόκο και εδώ του δικού μας Αριστερού Μετώπου, αλλά και, αντίστροφα, την περιθωριοποίηση του ΝΑΚ. Δεν υπάρχει φυσικά έτοιμη συνταγή και προκαθορισμένο φύλλο πορείας. Αλλά τα ζητήματα και οι προβληματικές έχουν τεθεί. Δεν αποτελεί λοιπόν μυστήριο η επιστροφή στον Γκράμσι και τον Πουλαντζά.
Ν.Β.: Ας ξαναγυρίσουμε για λίγο στον αντιπαραθετικό με τον Φουκό. Και στους δύο διανοητές έχουμε μια θεωρία της εξουσίας, αλλά ο Πουλαντζάς την σκέφτεται πρωτίστως ως πολιτική εξουσία. Γι αυτό και μπορεί και κινείται πέρα από την «μειοψηφική πολιτική» στην οποία η «άλλη αριστερά» ενέδωσε μέχρι πρόσφατα. Ασφαλώς η υπεράσπιση των μειονοτήτων, των μεταναστών, των ΛΟΑΔ είναι απόλυτα νόμιμη και ανοίγει πλήθος κρίσιμων ζητημάτων. Αυτό που χρειαζόμαστε όμως τώρα είναι μια σκέψη που λέει «ναι, είμαστε στη μεγάλη, ηγεμονική, πολιτική».
Κάτι παρόμοιο ισχύει και για την στρατηγική. Ο Φουκώ μιλάει διαρκώς για τη στρατηγική, ή μάλλον για στρατηγικές. Όσοι έχουμε διαβάσει Πουλαντζά ξέρουμε όμως ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τη στρατηγική σαν κάτι που το απολύτως διαχεόμενο, απολύτως εμμενές και αποκεντρωμένο. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουμε με τον Μπουρντιέ. Και σ' αυτόν η στρατηγική είναι παντού, στην αισθητική κρίση, στους αγώνες κατάταξης μεταξύ κοινωνικών ομάδων και ατόμων εντός συγκεκριμένων πεδίων κλπ. Πολύ ωραία, αλλά αφού δείξουμε ότι η εξουσία είναι πανταχού παρούσα δεν θα πρέπει να εστιάσουμε στους χώρους όπου συμπυκνώνεται με ειδικό τρόπο και όπου καθίσταται καθοριστική για τα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας; Δεν θα πρέπει να μιλήσουμε για στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους και αντιπάλους;
Για να το πούμε διαφορετικά πρέπει να επανατοποθετήσουμε τη στρατηγική εντός αυτού που ονομάζουμε παραδοσιακά πολιτική, όχι αναγκαστικά κομματική πολιτική με τη στενή έννοια αλλά πάντως πολιτική που συνδέεται με κοινωνικές δυνάμεις και που εντάσσεται σε μια προοπτική κατάληψης της εξουσίας.
Με την κρίση, διαπιστώνουμε ότι ο αντίπαλος αποκτά και πάλι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο. Μπορούμε να τον εντοπίσουμε σε συγκεκριμένους θεσμούς και μηχανισμούς: τις κυβερνήσεις, τις τράπεζες, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Αναδρομικά μπορούμε να πούμε ότι το ιστορικό υπόβαθρο των θεωριών της αποκεντρωμένης εξουσίας ήταν μια περίοδος σχετικής κοινωνικοοικονομικής σταθερότητας. Όταν αυτό το οικοδόμημα καταρρέει, κάτι που αναπόφευκτα αντιλαμβανόμαστε με μια καθυστέρηση, πρέπει να θέσουμε εκ νέου τα θεμελιώδη ερωτήματα: τι είναι το κράτος, πως συγκροτείται, πως μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Να γιατί χρειαζόμαστε και πάλι τον Πουλαντζά.