Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Η σιωπηλή επανάσταση


Στέφανος Δάνδολος , iefimerida.gr
Ήταν γύρω στα δεκάξι-δεκαεπτά. Καθόταν απέναντί μου στο μετρό.
Μάτια φωτεινά, βλέμμα σπινθηροβόλο, μαλλί σπαστό, να πέφτουν τούφες στο μέτωπο. Διάβαζε τον «Τομ Σώγερ» και έπαιρνε τα μάτια του από την σελίδα μόνο για να σιγουρευτεί σε ποιον σταθμό ήμασταν. Κατέβηκε δύο στάσεις πριν από μένα, στο Σύνταγμα, με το βιβλίο στο χέρι, ένα βιβλίο που γράφτηκε παραπάνω από έναν αιώνα πριν. Προχθές, ήταν μια κοπέλα. Μαθήτρια κι αυτή, κατάλαβα ότι πήγαινε στην πορεία για τον Ρωμανό. Μάτια εξίσου φωτεινά, βλέμμα εξίσου σπινθηροβόλο. Κρατούσε την «Τερέζα Ρακέν» στην καινούργια έκδοση του Λιβάνη. Την διάβαζε όπως διαβάζουν τα «αρρωστάκια» τις οπαδικές αθλητικές εφημερίδες.
Τελευταία μου συμβαίνει να βλέπω συχνά εκπροσώπους της γενιάς του ipad και των tablets με τέτοια βιβλία στα χέρια. Και δεν μπορώ παρά να κάθομαι και να τους κοιτάζω μαγεμένος, προσπαθώντας να συλλάβω κάτι από την πανσπερμία των χρωμάτων στο μυαλό τους. Συλλογίζομαι πόσο συγκλονιστικό είναι το να είσαι νέος και να ανακαλύπτεις τον κόσμο μέσα από τις λέξεις και όχι μέσα από τις ψηφιακές εικόνες αυτής της άχαρης ισοπέδωσης. Σήμερα ήταν το αγόρι με τον «Τομ Σώγερ», προχθές το κορίτσι με την «Τερέζα Ρακέν», άλλες φορές ήταν χέρια που κρατούσαν το «Λογική και Ευαισθησία», τις «Μεγάλες Προσδοκίες», τα «Ψηλά Βουνά». Εάν με ρωτούσε κανείς ποια είναι η μοναδική μορφή αντίστασης που βλέπω κόντρα στην έκφυλη μετεξέλιξη της γενιάς του Πολυτεχνείου, θα έδειχνα με περηφάνια αυτά τα παιδιά που διαβάζουν. Όχι τα παιδιά που πετούν πέτρες νομίζοντας ότι ένα σπασμένο τζάμι σημαίνει επανάσταση, ούτε τα παιδιά που μπουκάρουν με καλάζνικοφ σε μια τράπεζα. Η μόνη επανάσταση σήμερα είναι ο πολιτισμός και η τρυφερότητα. Έτσι λέει η εικόνα με τα χαλάσματα της χώρας μου.
Κάθε φορά που μου δίνεται μισή ευκαιρία να στρέψω έναν πιτσιρικά στους κλασσικούς, δεν την αφήνω ανεκμετάλλευτη. Στους μαθητές μου, τα εικοσάχρονα παιδιά που σπουδάζουν Δημοσιογραφία, έχω προτείνει κάμποσα βιβλία, από το «De Profundis» και τον «Φύλακα στη Σίκαλη», μέχρι τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» και το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Η διαφορά γίνεται αντιληπτή αμέσως. Όσοι περνούν ξώφαλτσα –δηλαδή απορρίπτουν την επιρροή (και εδώ που τα λέμε, είναι οι περισσότεροι)– σύντομα δείχνουν εγκλωβισμένοι σε χιλιοειπωμένα κλισέ της εποχής που εκτρέπουν τόσο το γράψιμό τους όσο και τις επιχειρηματολογίες τους γύρω από ένα θέμα σε αναμασήματα τηλεοπτικής κοπής και ευκολίας. Οι λίγοι όμως που βυθίζονται στην μαγεία του αθάνατου λόγου δανείζονται –ίσως και λόγω ηλικίας– κάτι από κείνη την μαγεία. Ο δανεισμός δεν είναι παρά το πρώτο ερέθισμα, που στην πορεία ενδέχεται να μεταπλαστεί σε προσωπικό τους ιδίωμα. Αλλά το βλέπεις πεντακάθαρα. Μιλούν θαρραλέα, δεν διστάζουν να αφορίσουν ουσιαστικά, δέχονται στωικά την άποψη με την οποία δεν συμφωνούν. Και την ίδια οπτική την περνούν και στο γράψιμό τους. Έκαναν ένα ταξίδι και δεν είναι ίδιοι με αυτό που ήταν πριν το ταξίδι. Αυτοί οι λίγοι πιτσιρικάδες είναι που με κάνουν να ελπίζω. Υπάρχει κάτι στους κλασσικούς συγγραφείς –μια γνήσια ανθρώπινη ματιά– που καθιστά διαχρονικά εκείνα τα βιβλία. Ο χρόνος είναι όμως που τα δικαίωσε, όχι η εποχή τους. Το ότι πέρασαν από γενιά σε γενιά αλώβητα, ατσαλάκωτα. Πολλά από αυτά στον καιρό τους κατακρεουργήθηκαν, θεωρήθηκαν σκουπίδια. Στη Ρωσία του δεκάτου ενάτου αιώνα, η «Άννα Καρένινα» έγινε δεκτή με χλευασμό: «Το πάθος του Βρόσκυ για το άλογό του είναι παράλληλο με το πάθος του για την Άννα», έγραψε εφημερίδα της Αγίας Πετρούπολης, ενώ η «Οντέσσα Κούριερ» το αποτύπωσε ως «συναισθηματικό έκτρωμα», επισημαίνοντας: «Δείξτε μας μια σελίδα που να περιέχει μια ιδέα». Το «Μόμπι Ντικ» αποτεφρώθηκε. «Γραφικές περιγραφές τέτοιας μονοτονίας που παρόμοια δεν θυμόμαστε να έχουμε συναντήσει στη ναυτική λογοτεχνία», τόνισε ο κριτικός της Σαν Φρανσίσκο Κρόνικλ, ενώ συνάδελφοί του το χαρακτήρισαν από «απόλυτη παραφροσύνη» μέχρι «τερατώδες, πληκτικό ανοσιούργημα». Ακόμη και ο «Χάκλμπερι Φιν», έργο ανώτερο του «Σώγερ», ένα αριστούργημα από την πρώτη λέξη ως την τελευταία, θεωρήθηκε μια «μια χυδαία ασημαντότητα», και έπρεπε να περάσουν πενήντα χρόνια για να έρθουν ο Τ.Σ. Έλιοτ και ο Έρνεστ Χέμινγουέι για να αποκαταστήσουν την μεγαλοφυΐα του Τουέν. Ανάλογα παραδείγματα, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», σχεδόν όλα τα βιβλία των αδελφών Μπροντέ, η «Λολίτα», ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Ωστόσο, αυτό που δεν μπορεί ποτέ να προβλέψει το κλίμα της κάθε εποχής είναι ο τρόπος με τον οποίο οι λέξεις, και γενικότερα τα συστατικά της Τέχνης, γεφυρώνουν το εκάστοτε τώρα με το εκάστοτε αύριο. Ο Βαν Γκογκ δεν πούλησε ποτέ του πίνακα όσο ζούσε. Και ένας τύπος ονόματι Στρουχ είχε πουλήσει πολλούς. Ποιον από τους δύο ξέρουμε; Μου φαίνεται παρήγορο λοιπόν που μπαίνω στο μετρό και πέφτω πάνω σε τυπάκια που δείχνουν χαμένα μέσα σε έναν Τσβάιχ, μέσα σε έναν Φιτζέραλντ, μέσα σε μια Βιρτζίνια Γουλφ. Τα παρατηρώ και διαισθάνομαι τις ανησυχίες τους, την δίψα τους για ζωή, τις κεραίες τους που μοιάζουν γερές και καθαρές και ικανές να πιάνουν κύματα που κανένα δίκτυο ίντερνετ δεν μπορεί να σου προσφέρει. Κάτι το προσηλωμένο τους βλέμμα, κάτι η σοβαρότητα που εκπέμπουν, και αναρωτιέμαι εάν τελικά τις σπουδαιότερες επαναστάσεις δεν τις παίρνουμε χαμπάρι επειδή μας έχουν φάει η τηλεόραση, το χάζι, το φέισμπουκ και οι ειδήσεις για την τρόικα. Πάντως είναι υπέροχο να βλέπεις είκοσι θολούς ενήλικες μέσα σε ένα βαγόνι να παίζουν αποχαυνωμένοι ηλεκτρονικά παιχνίδια στα κινητά τους και έναν λαμπερό πιτσιρίκο να σκάει μύτη και να βγάζει από το σακίδιό του το «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά». Ξαφνικά νιώθεις ότι όντως ο ήλιος θα ανατείλει ξανά.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...