«Θα είχαμε γίνει Αίγυπτος αν χρεωκοπούσαμε» δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας με αφορμή το στρατιωτικό πραξικόπημα και την ανατροπή του ισλαμιστή προέδρου Μόρσι. Και αναρωτιέται κανείς: πάλι η πολιτική του φόβου, η επιχείρηση νομιμοποίησης διά της αναγωγής στο χειρότερο; Τι λέει η συγκεκριμένη δήλωση; Το νόημά της είναι ότι η όποια αμφισβήτηση της ακολουθούμενης πολιτικής οδηγεί σε πραξικοπήματα και καταστάσεις εμφυλίου. Με άλλα λόγια, περιορίζει το πεδίο της διαφωνίας, ταυτίζοντας εμμέσως πλην σαφώς μια συγκεκριμένη πολιτική και δημοσιονομική πλεύση με την ειρήνη, τη σταθερότητα και τη σύνεση.
Θα πει κανείς καθημερινό πολιτικό παιχνίδι είναι, ο καθένας αξιοποιεί τις εντυπώσεις. Αλλά η δήλωση του υπουργού Οικονομικών έρχεται λίγες ώρες μετά τις φορολογικές εξαγγελίες εκ των οποίων κάποιες ήδη «αποσύρονται» για να επανέλθουν σε άλλο χρόνο. Λίγες ώρες έπειτα από ακόμα ένα ατύχημα, από ακόμα μια προχειρότητα στο πιο κρίσιμο συμβολικά και πρακτικά πεδίο οικονομικής πολιτικής, ο υπεύθυνος υπουργός ανασύρει το φάντασμα του χάους και της βίας για να ακυρώσει την κριτική και κυρίως για να συμπληρώσει την κατασκευή του Αντώνη Σαμαρά περί μιζέριας. Κάθε αντίρρηση στις πράξεις και στις αποφάσεις τους είναι λοιπόν είτε μιζέρια είτε παράδοση της χώρας στους ιούς της διάλυσης.
Πραγματικό πολιτικό παράδοξο: εδώ και τρία χρόνια η διακυβέρνηση στηρίζεται πάνω στην αρνητικότητα. Στην ιδέα του τι μπορεί να πάθουμε, ατομικά και συλλογικά, αν δεν συναινέσουμε σε αυτό ή εκείνο το μέτρο. Σε μια έννοια απειλής η οποία υποκατέστησε τις συμβατικές υποσχέσεις των κομματικών μηχανισμών στις προ κρίσης εποχές. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η ιδέα της απειλής και οι ζοφερές εικόνες; Έχει αναμφισβήτητα μια αποτελεσματικότητα, ειδικά στις μεγαλύτερες ηλικίες. Η δημογραφική γήρανση της χώρας ευνοεί, σε ένα βαθμό, τη διείσδυση του φόβου.
Η ρητορική του "success story" υποτίθεται ωστόσο ότι εγκαινιάζει μια μετακίνηση από την πρωταρχική αρνητική βάση των μνημονιακών πολιτικών. Μοιάζει με ένα είδος μόχλευσης των προσδοκιών με στόχο την εξισορρόπηση των φόβων με ένα στοιχείο ελπίδας. Αυτό ενδεχομένως να απευθύνεται στις ηλικίες μεταξύ είκοσι και σαράντα, εκεί δηλαδή όπου οι δύο εταίροι της κυβέρνησης έχουν σημαντικό πρόβλημα. Σε αυτές τις ηλικίες οι εικόνες του εμφυλίου και της κατοχικής πείνας δεν έχουν τη συγκινησιακή ισχύ που διατηρούν στους εβδομηντάρηδες. Γι' αυτό και μπορεί να πει κανείς ότι η ρητορική του "success story" απευθύνεται κυρίως στους χαμένους του μέλλοντος ενώ τα λόγια περί Αιγύπτου στους παλαιότερους.
Τόσο όμως η περιφορά του φόβου όσο και η εκτόξευση λυρικών φράσεων για την πατρίδα του μέλλοντος, για τις επιτυχίες και τα «θαύματα» που περιμένουν τον ελληνισμό αύριο, έχουν κοινή αφετηρία: μια χρόνια πλέον κρίση αντιπροσώπευσης που δεν λέει να επουλωθεί και δημιουργεί διαρκώς κενά πολιτικής παράλληλα με τα περίφημα και πολυσυζητημένα δημοσιονομικά κενά.