Η... παράλληλη πόλη των 20.000 αστέγων
«Ορισμένα προβλήματα, όπως το κρύο, λύνονται. Τη νύχτα, βέβαια, τη βγάζεις πολύ πιο άνετα όταν δεν έχει παγωνιά. Το καλοκαίρι έχει τα δικά του προβλήματα. Οι ενορίες σταματάνε τα συσσίτια, γιατί οι εθελόντριες της Εκκλησίας πηγαίνουν να κάνουν τα μπάνια τους». Για το δικό τους «μπάνιο» φροντίζει -ακόμα και στην παγωνιά- το βυτιοφόρο όχημα καθαρισμού του δήμου.
«Το χειμώνα τσούζει περισσότερο». Ψεκάζοντας με νερό τους δρόμους, ολοκληρώνει με επιτυχία αυτό που μεθοδικά επιδιώκει η πολιτεία: να εξαφανίσει τους άστεγους από τη βιτρίνα της πρωτεύουσας. Είναι η ώρα που οι «σωροί από βρεγμένες κουβέρτες» αποκτούν πόδια και τρέχουν κάπου αλλού να κρυφτούν. Κάτω από τις γέφυρες, μέσα στο παλιό μηχανοστάσιο, στις διαβάσεις, σε κάποια φυλαγμένη γωνία, στις πλατείες. Καληνύχτα Αθήνα, οι άστεγοι σε χαιρετούν.
Υπολογίζονται γύρω στους 20.000 - μια παράλληλη πόλη. Ο Γιώργος, ο Λέων, ο Παύλος, η Μάτα, ο Νίκος και η Δέσποινα είναι νεοάστεγοι. Οι τρεις πρώτοι φιλοξενούνται τελευταία στον ξενώνα της «Κλίμακας». Οι υπόλοιποι παραμένουν στο δρόμο. Αναπολούν το σπίτι τους, αλλά κυρίως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Είναι, όπως είπε ένας από αυτούς, «προσωρινοί ενοικιαστές πεζοδρομίων».

«Εμείς οι άστεγοι έχουμε πολλά κοινά με τις χελώνες. Παίρνουμε μαζί το σπιτάκι μας. Κατά βάθος όμως είμαστε πουλιά. Μεταναστεύουμε ανάλογα με τον καιρό». Φέτος, είναι ο τρίτος Απρίλιος που η Μάτα βρίσκεται στο δρόμο. «Αν αρχίζω να συνηθίζω; Οταν έχεις κοιμηθεί σε πουπουλένιο στρώμα, δεν συνηθίζεται», λέει. Ξεχειμώνιασε κάτω από μια γέφυρα, δίπλα στον Προαστιακό, στάση ΣΚΑ. «Θέλω να είμαι κοντά σε ρολόι και σε φώτα. Δεν αντέχω άλλο το κέντρο». Μέχρι τα μέσα της επόμενης εβδομάδας θα μείνει έξω από μια τράπεζα, στο Χαλάνδρι. Σύμφωνα με την ίδια, έρχεται ο πιο ζεστός Μάης της 5ετίας. «Θα 'χουμε κόλαση το καλοκαίρι» λέει, ανάβοντας ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο. Στα νιάτα της ήθελε να γίνει δασκάλα. Εγινε καθαρίστρια, και μετά άνεργη. «Και μάνα», συμπληρώνει. «Τα παιδιά;». «Στις ζωές τους», απαντά κοφτά.

«Ο νεοάστεγος δεν έχει σχέση με το "βολεμένο" άστεγο, ή αυτόν που είναι άστεγος εκ πεποιθήσεως, ή είναι εξαρτημένος από ουσίες. Είσαι εσύ, ο καθ' όλα φυσιολογικός, ένας μικροεπιχειρηματίας ή υπάλληλος που έχασε τη δουλειά του και δεν είχε οικονομικά αποθέματα στην άκρη. Δεν σε χρειαζόμαστε εσένα. Σε πετάμε στα σκουπίδια». Ο Γιώργος Μπαρκούρης πιστεύει ότι πολύ σύντομα δεν θα είναι άστεγος. Περιμένει τη σύνταξή του.
«Γράψε ότι ο άστεγος είναι υποχείριο ενός συστήματος, την ίδια στιγμή που θεωρεί ότι είναι ελεύθερος», λέει ο Γιώργος και εξηγεί την παράνοια του φορολογικού συστήματος. «Ακόμα και οι άστεγοι πρέπει να κάνουμε δήλωση στην Εφορία. Κάτσε, ρε φίλε· και να κάνω δήλωση στην Εφορία, μηδέν θα σου βγάλω. Αλλά μου λες ότι θα με φορολογήσεις με 3.000 ευρώ και πρέπει ως άστεγος να σου φέρω και αποδείξεις 1.000. Η πολιτεία πρέπει να σταματήσει να παρανομεί».
Ο Γιώργος ήταν ελεύθερος επαγγελματίας, γραμμένος στο ΙΚΑ. Φιλοδοξία του σήμερα είναι «οι άστεγοι να συμμετάσχουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θα θέλαμε να μας δώσει ο δήμος 10 άδειες μικροπωλητού». Ξεκίνησε την καριέρα του σε μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, είναι μουσικός, μουσικός παραγωγός και τεχνικός υπολογιστών.
Δούλεψε στην ΕΡΤ ως συμβασιούχος, ως τεχνικός στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια σε ένα τμήμα που ανήκει στο υπουργείο Εξωτερικών, μέχρι που το 2007 βγήκε μόνος στην αγορά εργασίας, σαν τεχνικός και παραγωγός ραδιοφώνου. «Η κρίση είχε ξεκινήσει από τότε. Και έφτασα το 2011 να αποφασίσω ότι βγαίνω στο δρόμο. Δεν μπορούσα να ζω εις βάρος κανενός. Ούτε της οικογένειάς μου ούτε των φίλων μου. Βγήκα για μια εβδομάδα. Είδα ότι δεν θα τα καταφέρω. Δεν είμαι σαν τον Λέοντα».
Ο κ. Παύλος Παναγιωτάκης περιγράφει την περίοδο που έμεινε στο δρόμο, ο ίδιος το έλεγε «αστεγία», ως «λίγο δραματική ιστορία». «Στο Χαϊδάρι, υπήρχε μια ταβέρνα και κοιμόμουν στο δρόμο. Επειτα μπήκα στην αυλή και μετά μου έφτιαξαν ένα κατάλυμα. Δεν δούλευα τότε. Είχα κάποια εισοδήματα και, όταν τελείωσαν, έμεινα στο δρόμο».
Πέρασε από νοσοκομεία, από το άσυλο του δήμου, από ένα μοναστήρι. «Δυσκολεύτηκα πολύ. Δεν είχα να πληρώσω ενοίκια, ρεύματα. Εφυγα από το σπίτι, χωρίς δικαστικούς καταναγκασμούς. Στην αρχή δεν φοβόμουν. Αγνοια κινδύνου ίσως...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας την γνώμη σας...