Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Μετά το πλεόνασμα τι;

Γιώργος Ιωαννίδης , www.capital.gr

Από το 2009 έως και το 2013, δηλαδή επί πέντε συνεχή έτη, είχε κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο μια αίσθηση έκτακτης ανάγκης. Η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη ήταν μονίμως υπό αίρεση, η ενδεχόμενη έξοδος συνεπαγόταν μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, το διεθνές περιβάλλον κάθε άλλο παρά θετικό ήταν για εμάς.

Αυτή η αίσθηση έκτακτης ανάγκης δικαιολόγησε την υιοθέτηση μέτρων που καμία κυβέρνηση δεν επιθυμεί να λάβει. Υπό την απειλή ότι «δεν θα πάρουμε τη δόση» η ελληνική Βουλή ψήφισε απανωτές μειώσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, μείωσε τις δημόσιες δαπάνες (κυρίως τις κοινωνικές) σε επίπεδα απολύτως ανεπαρκή σε σχέση με τις αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες, αύξησε τη φορολογία με τρόπο άδικο, γενικά προώθησε μια πολιτική «χασάπη» κατά την προσφιλή έκφραση των ημερών.

Την ίδια στιγμή το πολιτικό τοπίο αναδιατάχτηκε πλήρως, χωρίς εμφανή σημάδια σταθεροποίησης. Ένα κόμμα του 40% βρέθηκε στο 5%, ένα άλλο του 4% βρέθηκε στο 35%, κάποιο άλλο (βλ. ΛΑΟΣ) ευτυχώς εξαφανίστηκε, μία συμμορία δολοφόνων δυστυχώς απέκτησε επικίνδυνη απήχηση. Η μόνη σταθερά σε αυτή την αναμπουμπούλα ήταν ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις ήταν μικρότερες του αναμενόμενου.

Όμως, όπως γίνεται συνήθως(;) οι πραγματικές εναλλακτικές ήταν περισσότερες από αυτές που υποστήριζε η κυβέρνηση και λιγότερες από αυτές που υποστήριζε η αντιπολίτευση. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία ήταν όντως οριακή. Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν, δείχνει όμως ότι σε ό,τι αφορά την συλλογική πρόσληψη της κατάστασης υπήρξε κάποιου τύπου ρεαλισμός. Δεν ήταν όλες οι απειλές μπλόφες.

Και μετά ήρθε το πλεόνασμα.

Ένα πλεόνασμα το οποίο για να παραχθεί η κοινωνία μάτωσε και η οικονομία βυθίστηκε σε μία ύφεση επικών διαστάσεων. Από οικονομικής άποψης η ύπαρξη αυτού του πλεονάσματος είναι απολύτως αδιάφορη διότι δεν λύνει κανένα πρόβλημα, τουλάχιστον όχι άμεσα. Από πολιτικής άποψης, βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Οι πολιτικές ευθύνες των επιλογών είναι δεδομένες και πρέπει να αποδοθούν. Ωστόσο, η ύπαρξη του όποιου πλεονάσματος δίνει διαπραγματευτικά χαρτιά για το μέλλον. Το παρελθόν δεν αλλάζει. Το κρίνουμε και θα το αξιολογούμε, οσονούπω με την ψήφο μας, αλλά πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και στο εξής. Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να συμβεί αυτό που συμβαίνει τώρα. Δηλαδή, η σταθεροποίηση ορισμένων –σημαντικών– μακροοικονομικών μεγεθών και η απομάκρυνση του ενδεχομένου εξόδου από την ευρωζώνη να προσληφθεί ως έξοδος από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Να θεωρήσουμε ότι «περάσαμε τον κάβο», ότι «πιάσαμε πάτο» και από εδώ και στο εξής τα πράγματα θα πηγαίνουν καλύτερα. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνη, ή χειρότερα, πιο κυνική αυταπάτη. 

Σήμερα, στα δέκα άτομα που ζουν σε αυτό τον τόπο (10.994.906 άνθρωποι βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού), σε ηλικία εργάσιμης ηλικίας είναι τα πέντε (4.982.619 άνθρωποι). Από αυτούς-ές εργάζονται οι τρεις(3.632.184 άτομα) και οι υπόλοιποι-ες είναι άνεργοι. Εν τέλει, οι τρεις που εργάζονται –με χαμηλότερους μισθούς– πρέπει να συντηρήσουν τους επτά που δεν εργάζονται είτε επειδή θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν (άνεργοι) είτε επειδή δεν δύνανται λόγω ηλικίας (παιδιά και ηλικιωμένοι). Για πολλά πράγματα μπορούμε να διαφωνούμε, αλλά δεν υπάρχει κανένας οικονομολόγος, καμία οικονομική θεωρία, κανένα παράδειγμα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού που να λέει ότι αυτό μπορεί να δουλέψει καλά.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία οικονομία με ποσοστό ανεργίας κοντά στο 30% που θεωρείται «σταθεροποιημένη». Πόσο μάλλον όταν το 41% των ανέργων (550.000 άνθρωποι) είναι άνεργοι περισσότερο από 24 μήνες και το 66,8% (750.000 άνθρωποι) είναι άνεργοι για περισσότερο από ένα χρόνο. Αντίστοιχα, επειδή οι «οικονομίες» είναι εν τέλει κοινωνίες, δεν υπάρχει καμία κοινωνία με ποσοστό ανεργίας 30% που να συνεχίζει να είναι κοινωνία. Το να βγουν τα πιστόλια είναι θέμα χρόνου.

Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα  βρίσκονται μέχρις ότου το ποσοστό ανεργίας πέσει σε επίπεδα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά διαχειρίσιμα (10%;). Η παραγνώριση αυτού του δεδομένου σημαίνει χυδαίο κυνισμό από κάποιον-α που έχει δουλειά με προοπτικές.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι με τον ίδιο τρόπο που αναγκαστήκαμε (;) να «αποδεχτούμε» έκτακτα μέτρα για να αποφύγουμε την εθνική χρεοκοπίαˑ  με την ίδια ακριβώς προσέγγιση πρέπει να υιοθετήσουμε έκτακτα μέτρα για την ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας. Σημαίνει ότι όλα τα άλλα, δηλαδή το χρέος, το πλεονάσμα, οι κυβερνητικές πολιτικές κ.ο.κ. οφείλουν να αντιμετωπιστούν ως παράμετροι του ίδιου στόχου: της μείωσης της ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα τρία χρόνια και κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες  τα επόμενα οκτώ χρόνια. Καμία άλλη πολιτική δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμη. Καμία άλλη πολιτική δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας.

Ευτυχώς για εμάς, έχουμε με το μέρος μας την οικονομική θεωρία. Το πρόβλημα αλλά και η λύση είναι εκεί. Χρειαζόμαστε 600.000 νέες θέσεις εργασίας στα επόμενα τρία χρόνια. Το μέγεθος προκαλεί δέος αλλά οτιδήποτε άλλο απλά δεν είναι αρκετό. Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι καλές και καλοδεχούμενες αλλά δεν καλύπτουν ούτε 50.000. Το υπόλοιπο μπορεί να βρεθεί στον μόνο τομέα που, λόγω της ύφεσης, παρουσιάζει «άπειρη» ζήτηση εργασίας, δηλαδή, στον μη ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας: σχολικοί φύλακες, βοήθεια στο σπίτι, πρόσθετη διδακτική στήριξη, περιβαλλοντική αποκατάσταση, εξωραϊσμός των γειτονιών μας με μικρά έργα κατασκευών/αποκατάστασης, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, δημοτικοί χώροι δημιουργικής απασχόλησης, απασχόληση ερευνητών στα πανεπιστήμια, πρόσληψη ατόμων για την εκτεταμένη λειτουργία αρχαιολογικών χώρων και μουσείων... όλα αυτά και άλλα τόσα που μπορούμε να προτείνουμε/σκεφτούμε πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Η οικονομική λογική είναι απλή: η αύξηση της απασχόλησης θα προκαλέσει αύξηση του εισοδήματος που θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης που θα προκαλέσει αύξηση της παραγωγής που θα προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, θα πάμε από την απασχόληση στην ανάπτυξη και όχι το αντίθετο. Ο μόνος τρόπος να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της ύφεσης-ανεργίας είναι να προκαλέσουμε μια τρομακτική, πλην όμως καλοδεχούμενη, ένεση απασχόλησης. Εάν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να το κάνει στον απαιτούμενο χρόνο και στην απαιτούμενη ποσότητα τόσο το καλύτερο. Εάν όμως δεν μπορεί, δεν θα κλαίμε τη μοίρα μας. Θα το προκαλέσουμε, όπως έχει ευθύνη να το προκαλέσει κάθε πολιτικός και οικονομολόγος που θέλει «να λέει στην κοινωνία τα πράγματα όπως πραγματικά είναι». Η λύση του προβλήματος είναι η αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της ύφεσης. Είναι η λύση, όχι μόνο η κοινωνική αλλά και η οικονομική.

*O κ. Γιώργος Ιωαννίδης είναι διδάκτωρ οικονομικών, συντονιστής του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής της Δημοκρατικής Αριστεράς



Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...